Ουράντια βιβλίο - ΕΓΓΡΑΦΟ 182. ΣΤΗ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ



DOWNLOADS ➔   DOWNLOAD  PDF   PDF w/English 

Ουράντια βιβλίο   

ΜΕΡΟΣ ΙV. Η ΖΩΉ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΊΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΎ



   ΕΓΓΡΑΦΟ 182. ΣΤΗ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ

Paper 182
In Gethsemane

    Ήταν δέκα περίπου τη νύχτα της Πέμπτης όταν ο Ιησούς οδήγησε τους ένδεκα αποστόλους από το σπίτι του Ηλία και της Μαρίας Μάρκου στο δρόμο πίσω για την κατασκήνωση της Γεθσημανής. Από την ημέρα εκείνη στους λόφους, ο Ιωάννης Μάρκος είχε κάνει έργο του να επαγρυπνεί για τον Ιησού. Ο Ιωάννης, επειδή χρειαζόταν ύπνο, κατόρθωσε να αναπαυθεί αρκετές ώρες, ενώ ο Κύριος βρισκόταν με τους αποστόλους του στο υπερώο, αλλά ακούγοντάς τους να κατεβαίνουν, σηκώθηκε και γρήγορα, ρίχνοντας ένα λινό σεντόνι γύρω του, τους ακολούθησε μέσα από την πόλη, πέρασε το χείμαρρο της Κιδρών, και συνέχισε στην ιδιωτική τους κατασκήνωση που γειτόνευε με τον Κήπο της Γεθσημανής. Και ο Ιωάννης Μάρκος παρέμεινε τόσο κοντά στον Κύριο καθ’ όλη τη νύχτα αυτή αλλά και την άλλη μέρα ώστε παραβρέθηκε σαν μάρτυρας σε όλα και άκουσε πολλά από όσα είπε ο Κύριος από αυτή τη στιγμή μέχρι την ώρα της σταύρωσης.
182:0.1 (1963.1) IT WAS about ten o’clock this Thursday night when Jesus led the eleven apostles from the home of Elijah and Mary Mark on their way back to the Gethsemane camp. Ever since that day in the hills, John Mark had made it his business to keep a watchful eye on Jesus. John, being in need of sleep, had obtained several hours of rest while the Master had been with his apostles in the upper room, but on hearing them coming downstairs, he arose and, quickly throwing a linen coat about himself, followed them through the city, over the brook Kidron, and on to their private encampment adjacent to Gethsemane Park. And John Mark remained so near the Master throughout this night and the next day that he witnessed everything and overheard much of what the Master said from this time on to the hour of the crucifixion.
    Καθώς ο Ιησούς και οι ένδεκα επέστρεφαν πίσω στην κατασκήνωση, οι απόστολοι άρχισαν να αναρωτιόνται για το νόημα της παρατεταμένης απουσίας του Ιούδα, και μιλούσαν μεταξύ τους σχετικά με την πρόβλεψη του Κυρίου ότι ένας από αυτούς θα τον πρόδιδε, και για πρώτη φορά υποπτεύθηκαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Αλλά δεν ασχολήθηκαν να σχολιάζουν ανοιχτά για τον Ιούδα μέχρι που έφτασαν στην κατασκήνωση και παρατήρησαν ότι δεν ήταν εκεί, περιμένοντας να τους υποδεχτεί. Όταν όλοι πολιόρκησαν τον Ανδρέα για να μάθουν τι είχε απογίνει ο Ιούδας, ο αρχηγός τους παρατήρησε μόνο, «Δεν γνωρίζω πού είναι ο Ιούδας, αλλά φοβάμαι ότι μας εγκατέλειψε».
182:0.2 (1963.2) As Jesus and the eleven made their way back to camp, the apostles began to wonder about the meaning of Judas’s prolonged absence, and they spoke to one another concerning the Master’s prediction that one of them would betray him, and for the first time they suspected that all was not well with Judas Iscariot. But they did not engage in open comment about Judas until they reached the camp and observed that he was not there, waiting to receive them. When they all besieged Andrew to know what had become of Judas, their chief remarked only, “I do not know where Judas is, but I fear he has deserted us.”

1. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΟΜΑΔΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

1. The Last Group Prayer

    Λίγα λεπτά μετά την άφιξή τους στην κατασκήνωση, ο Ιησούς τους είπε: «Φίλοι και αδελφοί μου, ο καιρός που θα βρίσκομαι μαζί σας είναι πολύ λίγος, και επιθυμώ να αποτραβηχτούμε μόνοι μας ενώ θα προσευχηθούμε στον ουράνιο Πατέρα μας για δύναμη να μας στηρίζει αυτή την ώρα και εφεξής, σε όλο το έργο που πρέπει να κάνουμε στο όνομά του».
182:1.1 (1963.3) A few moments after arriving at camp, Jesus said to them: “My friends and brethren, my time with you is now very short, and I desire that we draw apart by ourselves while we pray to our Father in heaven for strength to sustain us in this hour and henceforth in all the work we must do in his name.”
    Όταν ο Ιησούς μίλησε έτσι, βάδισε για λίγο προς τον Ελαιώνα, και με πανοραμική θέα της Ιερουσαλήμ τους είπε να γονατίσουν σ’ ένα φαρδύ επίπεδο βράχο, κυκλικά γύρω του όπως έκαναν την ημέρα της χειροτονίας τους. Και μετά, καθώς στεκόταν εκεί στο μέσον τους ακτινοβολώντας στο γλυκό φως του φεγγαριού, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε:
182:1.2 (1963.4) When Jesus had thus spoken, he led the way a short distance up on Olivet, and in full view of Jerusalem he bade them kneel on a large flat rock in a circle about him as they had done on the day of their ordination; and then, as he stood there in the midst of them glorified in the mellow moonlight, he lifted up his eyes toward heaven and prayed:
    «Πατέρα, ήρθε η ώρα μου, δόξασε τώρα το Γιο σου για να μπορέσει να σε δοξάσει κι ο Γιος σου. Γνωρίζω ότι μου έδωσες πλήρη εξουσία επί όλων των ζωντανών πλασμάτων του κόσμου μου, και θα δώσω αιώνια ζωή σε όλους που θα γίνουν πιστοί γιοι του Θεού. Και αυτή είναι η αιώνια ζωή, τα πλάσματά μου να γνωρίσουν εσένα σαν το μοναδικό αληθινό Θεό και Πατέρα όλων, και να πιστέψουν σ’ αυτόν που με έστειλε στον κόσμο. Πατέρα, σε εξύψωσα στη γη και ολοκλήρωσα το έργο που μου έδωσες να κάνω. Έχω σχεδόν τελειώσει την αποστολή μου στα παιδιά της δικής μας δημιουργίας. Υπολείπεται μόνο σε μένα να δώσω τη θνητή ζωή μου. Και τώρα, ω, Πατέρα μου, δόξασέ με με τη δόξα που είχα μαζί σου πριν να υπάρξει ο κόσμος και υποδέξου με γι ακόμα μια φορά στο δεξί σου χέρι.
182:1.3 (1963.5) “Father, my hour has come; now glorify your Son that the Son may glorify you. I know that you have given me full authority over all living creatures in my realm, and I will give eternal life to all who will become faith sons of God. And this is eternal life, that my creatures should know you as the only true God and Father of all, and that they should believe in him whom you sent into the world. Father, I have exalted you on earth and have accomplished the work which you gave me to do. I have almost finished my bestowal upon the children of our own creation; there remains only for me to lay down my life in the flesh. And now, O my Father, glorify me with the glory which I had with you before this world was and receive me once more at your right hand.
    Φανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους που διάλεξες από τον κόσμο και μου έδωσες. Είναι δικοί σου – όπως κάθε ζωή είναι στα χέρια σου – μου τους έδωσες και έζησα ανάμεσά τους, διδάσκοντάς τους τον τρόπο της ζωής, και αυτοί πίστεψαν. Αυτοί οι άνδρες μαθαίνουν ότι όλα όσα έχω προέρχονται από εσένα, και πως η ζωή που ζω είναι για να κάνω γνωστό τον Πατέρα μου στους κόσμους. Την αλήθεια που μου έδωσες την αποκάλυψα σε αυτούς. Αυτοί, οι φίλοι και πρεσβευτές μου θέλησαν ειλικρινά να λάβουν το λόγο σου. Τους είπα ότι ήρθα από εσένα, ότι με έστειλες στον κόσμο, και ότι πρόκειται να επιστρέψω σε σένα. Πατέρα, προσεύχομαι αληθινά γι αυτούς τους διαλεχτούς ανθρώπους. Και προσεύχομαι γι αυτούς όχι όπως θα προσευχόμουν για τον κόσμο, αλλά όπως για εκείνους που διάλεξα από τον κόσμο για να με εκπροσωπήσουν στον κόσμο μετά που θα επιστρέψω στο έργο σου, όπως εγώ σε εκπροσώπησα στον κόσμο αυτό κατά την παραμονή μου στη σάρκα. Αυτοί οι άνδρες είναι δικοί μου. Μου τους έδωσες. Αλλά όσα είναι δικά μου είναι δικά σου για πάντα, και όσα ήταν δικά σου τώρα τα έκανες δικά μου. Εξυψώθηκες μέσα από μένα, και τώρα προσεύχομαι για να μπορώ να αναγνωριστώ μέσα από αυτούς τους άνδρες. Δεν μπορώ να είμαι πλέον στον κόσμο, πρόκειται να επιστρέψω στο έργο που μου έδωσες να κάνω. Πρέπει να αφήσω τους άνδρες αυτούς πίσω να εκπροσωπήσουν εμάς και τη βασιλεία μας ανάμεσα στους ανθρώπους. Πατέρα, φύλαξε πιστούς αυτούς τους ανθρώπους καθώς ετοιμάζομαι να παραδώσω τη ζωή μου. Βοήθησε αυτούς, τους φίλους μου, να είναι ένα όπως είμαστε εμείς ένα. Όσο διάστημα είμαι μαζί τους, τους προσέχω και τους καθοδηγώ, αλλά τώρα θα φύγω. Να είσαι κοντά τους, Πατέρα, έως ότου στείλουμε το νέο διδάσκαλο που θα τους παρηγορήσει και θα τους εμψυχώσει.
182:1.4 (1964.1) “I have manifested you to the men whom you chose from the world and gave to me. They are yours—as all life is in your hands—you gave them to me, and I have lived among them, teaching them the way of life, and they have believed. These men are learning that all I have comes from you, and that the life I live in the flesh is to make known my Father to the worlds. The truth which you have given to me I have revealed to them. These, my friends and ambassadors, have sincerely willed to receive your word. I have told them that I came forth from you, that you sent me into this world, and that I am about to return to you. Father, I do pray for these chosen men. And I pray for them not as I would pray for the world, but as for those whom I have chosen out of the world to represent me to the world after I have returned to your work, even as I have represented you in this world during my sojourn in the flesh. These men are mine; you gave them to me; but all things which are mine are ever yours, and all that which was yours you have now caused to be mine. You have been exalted in me, and I now pray that I may be honored in these men. I can no longer be in this world; I am about to return to the work you have given me to do. I must leave these men behind to represent us and our kingdom among men. Father, keep these men faithful as I prepare to yield up my life in the flesh. Help these, my friends, to be one in spirit, even as we are one. As long as I could be with them, I could watch over them and guide them, but now am I about to go away. Be near them, Father, until we can send the new teacher to comfort and strengthen them.
    Μου έδωσες δώδεκα άνδρες, και τους φύλαξα όλους εκτός από έναν, το γιο της εκδίκησης, ο οποίος δεν θα βρίσκεται πια στη συντροφιά μας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αδύνατοι και εύθραυστοι, αλλά ξέρω ότι μπορούμε να τους εμπιστευθούμε. Το έχω αποδείξει. Με αγαπάνε, όπως σέβονται εσένα. Μια και πρέπει να υποφέρουν πολύ για χάρη μου, επιθυμώ να είναι και αυτοί γεμάτοι από τη χαρά της βεβαιότητας για τη συγγένειά τους μαζί σου, στην ουράνια βασιλεία. Έδωσα το λόγο σου σε αυτούς τους άνδρες και τους δίδαξα την αλήθεια. Ο κόσμος ίσως τους μισήσει, όπως μίσησε εμένα, αλλά δεν σου ζητώ να τους πάρεις από τον κόσμο, μόνο να τους φυλάξεις από το κακό του κόσμου. Αγίασέ τους με την αλήθεια, ο λόγος σου είναι αλήθεια. Και όπως έστειλες εμένα στον κόσμο, έτσι θα στείλω κι εγώ αυτούς τους άνδρες στον κόσμο. Για χάρη τους έζησα ανάμεσα στους ανθρώπους και αφιέρωσα τη ζωή μου στην υπηρεσία σου για να τους εμπνεύσω να καθαριστούν με την αλήθεια που τους δίδαξα και την αγάπη που τους αποκάλυψα. Ξέρω καλά, Πατέρα μου, πως δεν χρειάζεται να σου ζητώ να προσέχεις τους αδελφούς αυτούς μετά που θα έχω φύγει. Ξέρω πως τους αγαπάς όπως εγώ, αλλά το κάνω αυτό για να μπορέσουν να αντιληφθούν καλύτερα ότι ο Πατέρας αγαπάει τους θνητούς ανθρώπους όπως και ο Γιος.
182:1.5 (1964.2) “You gave me twelve men, and I have kept them all save one, the son of revenge, who would not have further fellowship with us. These men are weak and frail, but I know we can trust them; I have proved them; they love me, even as they reverence you. While they must suffer much for my sake, I desire that they should also be filled with the joy of the assurance of sonship in the heavenly kingdom. I have given these men your word and have taught them the truth. The world may hate them, even as it has hated me, but I do not ask that you take them out of the world, only that you keep them from the evil in the world. Sanctify them in the truth; your word is truth. And as you sent me into this world, even so am I about to send these men into the world. For their sakes I have lived among men and have consecrated my life to your service that I might inspire them to be purified through the truth I have taught them and the love I have revealed to them. I well know, my Father, that there is no need for me to ask you to watch over these brethren after I have gone; I know you love them even as I, but I do this that they may the better realize the Father loves mortal men even as does the Son.
    Και τώρα, Πατέρα μου, θα προσευχηθώ όχι μόνο για τους ένδεκα αυτούς αλλά και για όλους τους άλλους που πιστεύουν σε μένα, ή που θα πιστέψουν μετέπειτα στο ευαγγέλιο της βασιλείας δια του λόγου της μελλοντικής υπηρεσίας τους. Θέλω να είναι όλοι ένα, όπως εσύ και εγώ είμαστε ένα. Είσαι εντός μου και είμαι εντός σου, και επιθυμώ αυτοί οι πιστοί να είναι παρόμοια εντός μας. Το πνεύμα και των δυο μας να κατοικεί εντός τους. Αν τα παιδιά μου είναι ένα όπως εμείς είμαστε ένα, και αν αγαπάνε ο ένας τον άλλο όπως τους αγάπησα, όλοι οι άνθρωποι τότε θα πιστέψουν ότι ήρθα από εσένα και θα είναι πρόθυμοι να λάβουν την αποκάλυψη της αλήθειας και της δόξας που έχω κάνει. Τη δόξα που μου έδωσες την έχω αποκαλύψει σ’ αυτούς τους πιστούς. Όπως ζεις μαζί μου εν πνεύματι, έτσι έζησα μαζί τους εν σαρκί. Όπως ήσουν ένα με μένα, έτσι έγινα ένα μαζί τους, και έτσι ο νέος διδάσκαλος θα είναι για πάντα ένα μαζί τους και μέσα τους. Και όλα αυτά τα έκανα ώστε οι θνητοί αδελφοί μου να γνωρίζουν ότι ο Πατέρας τους αγαπάει όπως ο Γιος, και πως τους αγαπάς όπως αγαπάς εμένα. Πατέρα, εργάσου μαζί μου για να σώσεις αυτούς τους πιστούς ώστε να μπορέσουν σύντομα να έρθουν μαζί μου με δόξα και μετά να συνεχίσουν και να σε συναντήσουν στην αγκαλιά του Παραδείσου. Εκείνοι που υπηρετούν ταπεινά μαζί μου, θα τους πάρω μαζί μου με δόξα, ώστε να μπορέσουν να δουν όλα όσα έδωσες στα χέρια μου σαν τον αιώνιο θερισμό του σπόρου που φυτεύτηκε μέσα στο χρόνο της θνητής ύπαρξης. Λαχταράω να δείξω στα γήινα αδέλφια μου τη δόξα που είχα μαζί σου πριν τη δημιουργία αυτού του κόσμου. Ο κόσμος αυτός γνωρίζει πολύ λίγα για σένα, δίκαιε Πατέρα, αλλά σε γνωρίζω, και σε έκανα γνωστό στους πιστούς αυτούς και θα κάνουν γνωστό το όνομά σου στις άλλες γενιές. Και τώρα τους υπόσχομαι ότι θα είσαι μαζί τους στον κόσμο όπως ήσουν μαζί μου – Αμήν».
182:1.6 (1964.3) “And now, my Father, I would pray not only for these eleven men but also for all others who now believe, or who may hereafter believe the gospel of the kingdom through the word of their future ministry. I want them all to be one, even as you and I are one. You are in me and I am in you, and I desire that these believers likewise be in us; that both of our spirits indwell them. If my children are one as we are one, and if they love one another as I have loved them, all men will then believe that I came forth from you and be willing to receive the revelation of truth and glory which I have made. The glory which you gave me I have revealed to these believers. As you have lived with me in spirit, so have I lived with them in the flesh. As you have been one with me, so have I been one with them, and so will the new teacher ever be one with them and in them. And all this have I done that my brethren in the flesh may know that the Father loves them even as does the Son, and that you love them even as you love me. Father, work with me to save these believers that they may presently come to be with me in glory and then go on to join you in the Paradise embrace. Those who serve with me in humiliation, I would have with me in glory so that they may see all you have given into my hands as the eternal harvest of the seed sowing of time in the likeness of mortal flesh. I long to show my earthly brethren the glory I had with you before the founding of this world. This world knows very little of you, righteous Father, but I know you, and I have made you known to these believers, and they will make known your name to other generations. And now I promise them that you will be with them in the world even as you have been with me—even so.”
    Οι ένδεκα παρέμειναν γονατιστοί σε κύκλο γύρω από τον Ιησού για αρκετά λεπτά πριν σηκωθούν και σιωπηλά επιστρέψουν πίσω στην κοντινή κατασκήνωση.
182:1.7 (1965.1) The eleven remained kneeling in this circle about Jesus for several minutes before they arose and in silence made their way back to the near-by camp.
    Ο Ιησούς προσευχήθηκε για ενότητα μεταξύ των οπαδών του, αλλά δεν επιθυμούσε την ομοιομορφία. Η αμαρτία δημιουργεί ένα νεκρό επίπεδο αδράνειας, αλλά η δικαιοσύνη τρέφει το δημιουργικό πνεύμα της εξατομικευμένης εμπειρίας με τη ζωντανή αιώνια αλήθεια και την προοδευτική κοινωνία των θεϊκών πνευμάτων του Πατέρα και του Γιου. Στην πνευματική συντροφιά του πιστού γιου με το θεϊκό Πατέρα δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει δογματισμός και σεχταρική ανωτερότητα στη συλλογική συνειδητότητα.
182:1.8 (1965.2) Jesus prayed for unity among his followers, but he did not desire uniformity. Sin creates a dead level of evil inertia, but righteousness nourishes the creative spirit of individual experience in the living realities of eternal truth and in the progressive communion of the divine spirits of the Father and the Son. In the spiritual fellowship of the believer-son with the divine Father there can never be doctrinal finality and sectarian superiority of group consciousness.
    Ο Κύριος, στη διάρκεια αυτής της τελευταίας προσευχής με τους αποστόλους του, υπαινίχθηκε το γεγονός ότι είχε φανερώσει το όνομα του Πατέρα στον κόσμο. Και εκείνο είναι αληθινά αυτό που έκανε με την αποκάλυψη του Θεού, μέσα από την τέλεια ζωή του στον κόσμο. Ο ουράνιος Πατέρας είχε ζητήσει να αποκαλύψει τον εαυτό του στο Μωυσή, αλλά δεν προχώρησε περισσότερο από το να πει, «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ». Και όταν πιέστηκε για να αποκαλύψει περισσότερο τον εαυτό του, αποκάλυψε μόνο, «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ο ΩΝ». Όταν όμως ο Ιησούς τελείωσε τη ζωή του στη γη, το όνομα του Πατέρα είχε αποκαλυφθεί τόσο ώστε ο Κύριος, που ήταν η ενσάρκωση του Πατέρα, μπόρεσε αληθινά να πει:
182:1.9 (1965.3) The Master, during the course of this final prayer with his apostles, alluded to the fact that he had manifested the Father’s name to the world. And that is truly what he did by the revelation of God through his perfected life in the flesh. The Father in heaven had sought to reveal himself to Moses, but he could proceed no further than to cause it to be said, “I AM.” And when pressed for further revelation of himself, it was only disclosed, “I AM that I AM.” But when Jesus had finished his earth life, this name of the Father had been so revealed that the Master, who was the Father incarnate, could truly say:
    Είμαι ο άρτος της ζωής.
182:1.10 (1965.4) I am the bread of life.
    Είμαι το ζωντανό ύδωρ.
182:1.11 (1965.5) I am the living water.
    Είμαι το φως του κόσμου.
182:1.12 (1965.6) I am the light of the world.
    Είμαι η επιθυμία όλων των εποχών.
182:1.13 (1965.7) I am the desire of all ages.
    Είμαι η ανοιχτή πόρτα για την αιώνια σωτηρία.
182:1.14 (1965.8) I am the open door to eternal salvation.
    Είμαι η πραγματικότητα της απείρου ζωής.
182:1.15 (1965.9) I am the reality of endless life.
    Είμαι ο βοσκός ο καλός.
182:1.16 (1965.10) I am the good shepherd.
    Είμαι το μονοπάτι για την απεριόριστη τελειότητα.
182:1.17 (1965.11) I am the pathway of infinite perfection.
    Είμαι η ανάσταση και η ζωή.
182:1.18 (1965.12) I am the resurrection and the life.
    Είμαι το μυστικό της αιώνιας επιβίωσης.
182:1.19 (1965.13) I am the secret of eternal survival.
    Είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή.
182:1.20 (1965.14) I am the way, the truth, and the life.
    Είμαι ο άπειρος Πατέρας των πεπερασμένων παιδιών μου.
182:1.21 (1965.15) I am the infinite Father of my finite children.
    Είμαι η άμπελος η αληθινή, εσείς είστε τα κλαδιά.
182:1.22 (1965.16) I am the true vine; you are the branches.
    Είμαι η ελπίδα όλων που γνωρίζουν τη ζωντανή αλήθεια.
182:1.23 (1965.17) I am the hope of all who know the living truth.
    Είμαι η ζωντανή γέφυρα από τον ένα κόσμο στον άλλο.
182:1.24 (1965.18) I am the living bridge from one world to another.
    Είμαι ο ζωντανός δεσμός μεταξύ του χρόνου και της αιωνιότητας.
182:1.25 (1965.19) I am the living link between time and eternity.
    Με τον τρόπο αυτό ο Ιησούς μεγέθυνε τη ζωντανή αποκάλυψη του ονόματος του Θεού σε όλες τις γενιές. Όπως η θεϊκή αγάπη αποκαλύπτει τη φύση του Θεού, η αιώνια αλήθεια αποκαλύπτει το όνομά του με αντίστοιχες μεγεθυσμένες αναλογίες.
182:1.26 (1965.20) Thus did Jesus enlarge the living revelation of the name of God to all generations. As divine love reveals the nature of God, eternal truth discloses his name in ever-enlarging proportions.

2. ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΩΡΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ

2. Last Hour Before the Betrayal

    Οι απόστολοι ξαφνιάστηκαν πολύ όταν επέστρεψαν στην κατασκήνωση και είδαν να απουσιάζει ο Ιούδας. Ενόσω οι ένδεκα είχαν απασχοληθεί με μια θερμή συζήτηση για τον προδότη σύντροφό τους απόστολο, ο Δαβίδ Ζεβεδαίος και ο Ιωάννης Μάρκος πήραν τον Ιησού σε μιαν άκρη και αποκάλυψαν ότι παρατηρούσαν αρκετές μέρες τον Ιούδα, και ότι γνώριζαν ότι σκόπευε να τον προδώσει στα χέρια των εχθρών του. Ο Ιησούς τους άκουσε αλλά είπε μόνο: «Φίλοι μου, τίποτα δεν μπορεί να συμβεί στο Γιο του Ανθρώπου εκτός και αν ο ουράνιος Πατέρας έτσι επιθυμεί. Ας μην ταράζονται οι καρδιές σας. Όλα τα πράγματα θα εργαστούν μαζί για τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία του ανθρώπου».
182:2.1 (1966.1) The apostles were greatly shocked when they returned to their camp and found Judas absent. While the eleven were engaged in a heated discussion of their traitorous fellow apostle, David Zebedee and John Mark took Jesus to one side and revealed that they had kept Judas under observation for several days, and that they knew he intended to betray him into the hands of his enemies. Jesus listened to them but only said: “My friends, nothing can happen to the Son of Man unless the Father in heaven so wills. Let not your hearts be troubled; all things will work together for the glory of God and the salvation of men.”
    Η χαρούμενη διάθεση του Ιησού ήταν αδύναμη. Καθώς περνούσαν οι ώρες, γινόταν όλο και περισσότερο σοβαρός, ακόμα και λυπημένος. Οι απόστολοι, όντας πολύ ταραγμένοι, ήταν απρόθυμοι να γυρίσουν στις τέντες τους ακόμα και όταν τους το ζήτησε να το κάνουν ο ίδιος ο Κύριος. Επιστρέφοντας από την κουβέντα με το Δαυίδ και τον Ιωάννη, απηύθυνε τα τελευταία λόγια του στους ένδεκα, λέγοντας: «Φίλοι μου, πηγαίνετε να αναπαυθείτε. Ετοιμαστείτε για το αυριανό έργο. Θυμηθείτε, πρέπει όλοι μας να υποτασσόμαστε στο θέλημα του ουράνιου Πατέρα. Αφήνω την ειρήνη μου μαζί σας». Και έχοντας μιλήσει έτσι, τους κατεύθυνε προς τις σκηνές τους, αλλά καθώς περπατούσαν, φώναξε τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, λέγοντας, «Θέλω να μείνετε για λίγο ακόμα μαζί μου».
182:2.2 (1966.2) The cheerful attitude of Jesus was waning. As the hour passed, he grew more and more serious, even sorrowful. The apostles, being much agitated, were loath to return to their tents even when requested to do so by the Master himself. Returning from his talk with David and John, he addressed his last words to all eleven, saying: “My friends, go to your rest. Prepare yourselves for the work of tomorrow. Remember, we should all submit ourselves to the will of the Father in heaven. My peace I leave with you.” And having thus spoken, he motioned them to their tents, but as they went, he called to Peter, James, and John, saying, “I desire that you remain with me for a little while.”
    Οι απόστολοι έπεσαν να κοιμηθούν μόνο επειδή ήταν κυριολεκτικά εξαντλημένοι. Είχαν να κοιμηθούν κανονικά, από την άφιξή τους στην Ιερουσαλήμ. Πριν πάνε στα ξεχωριστά καταλύματά τους για να κοιμηθούν, ο Σίμων ο Ζηλωτής τους οδήγησε όλους στη σκηνή του, όπου ήταν φυλαγμένα τα ξίφη και άλλα όπλα, και εφοδίασε τον καθένα τους με πολεμικό εξοπλισμό. Όλοι τους πήραν τα όπλα αυτά και ζώστηκαν με αυτά εκτός από τον Ναθαναήλ. Ο Ναθαναήλ, αρνούμενος να οπλιστεί, είπε: «Αδέλφια μου, ο Κύριος μας είπε επανειλημμένα ότι η βασιλεία του δεν είναι του κόσμου αυτού, και ότι οι μαθητές του δεν πρέπει να πολεμούν με ξίφος για να επιφέρουν την εδραίωσή της. Το πιστεύω αυτό. Δεν νομίζω ότι ο Κύριος έχει την ανάγκη μας να χρησιμοποιήσουμε το ξίφος για την υπεράσπισή του. Έχουμε όλοι δει την τεράστια δύναμή του και γνωρίζουμε ότι θα υπερασπιζόταν τον εαυτό του από τους εχθρούς του αν το επιθυμούσε. Αν δεν αντισταθεί στους εχθρούς του, σημαίνει ότι μια τέτοια συμπεριφορά αντιπροσωπεύει την προσπάθειά του να εκπληρώσει το θέλημα του Πατέρα του. Θα προσευχηθώ αλλά δεν θα κρατήσω το ξίφος». Όταν ο Ανδρέας άκουσε την ομιλία του Ναθαναήλ, έδωσε πίσω το ξίφος στα χέρια του Σίμωνα Ζηλωτή. Και έτσι εννέα από αυτούς οπλίστηκαν καθώς χωρίστηκαν για τη νύχτα.
182:2.3 (1966.3) The apostles fell asleep only because they were literally exhausted; they had been running short on sleep ever since their arrival in Jerusalem. Before they went to their separate sleeping quarters, Simon Zelotes led them all over to his tent, where were stored the swords and other arms, and supplied each of them with this fighting equipment. All of them received these arms and girded themselves therewith except Nathaniel. Nathaniel, in refusing to arm himself, said: “My brethren, the Master has repeatedly told us that his kingdom is not of this world, and that his disciples should not fight with the sword to bring about its establishment. I believe this; I do not think the Master needs to have us employ the sword in his defense. We have all seen his mighty power and know that he could defend himself against his enemies if he so desired. If he will not resist his enemies, it must be that such a course represents his attempt to fulfill his Father’s will. I will pray, but I will not wield the sword.” When Andrew heard Nathaniel’s speech, he handed his sword back to Simon Zelotes. And so nine of them were armed as they separated for the night.
    Η προσβολή από την προδοσία του Ιούδα προς στιγμή επισκίασε κάθε άλλο από τη σκέψη των αποστόλων. Το σχόλιο του Κυρίου σχετικά με τον Ιούδα, που ειπώθηκε κατά την τελευταία προσευχή, άνοιξε τα μάτια τους στο γεγονός ότι τους είχε εγκαταλείψει.
182:2.4 (1966.4) Resentment of Judas’s being a traitor for the moment eclipsed everything else in the apostles’ minds. The Master’s comment in reference to Judas, spoken in the course of the last prayer, opened their eyes to the fact that he had forsaken them.
    Όταν οι οκτώ απόστολοι πήγαν τελικά στις σκηνές τους, και ενώ ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης περίμεναν να λάβουν τις οδηγίες του Κυρίου, ο Ιησούς φώναξε το Δαυίδ Ζεβεδαίο, «Στείλε μου τον πιο γρήγορο και αξιόπιστο αγγελιαφόρο σου». Όταν ο Δαυίδ έφερε στον Κύριο κάποιον Ιακώβ, κάποτε δρομέα κατά την ολονύκτια υπηρεσία αγγελιαφόρων μεταξύ Ιερουσαλήμ και Βηθσαϊδά, ο Ιησούς, απευθυνόμενος προς αυτόν, είπε: «Με πολύ βιασύνη, πήγαινε στον Άμπνερ στη Φιλαδέλφεια και πες: ‘Ο Κύριος στέλνει χαιρετισμούς ειρήνης σε σένα και λέγει ότι η ώρα έφτασε που θα παραδοθεί στα χέρια των εχθρών του, που θα τον θανατώσουν, αλλά αυτός θα αναστηθεί από τους νεκρούς και θα εμφανιστεί σε σένα σύντομα, πριν πάει στον Πατέρα, και ότι θα σου δώσει καθοδήγηση μέχρι την ώρα που θα έρθει ο νέος διδάσκαλος για να ζήσει στις καρδιές σας». Και όταν ο Ιακώβ επανέλαβε το μήνυμα προς ικανοποίηση του Κυρίου, ο Ιησούς τον άφησε να φύγει λέγοντας: «Μη φοβάσαι ότι κάποιος άνδρας μπορεί να σε βλάψει Ιακώβ, γιατί απόψε ένας αόρατος αγγελιαφόρος θα τρέχει στο πλάι σου».
182:2.5 (1966.5) After the eight apostles had finally gone to their tents, and while Peter, James, and John were standing by to receive the Master’s orders, Jesus called to David Zebedee, “Send to me your most fleet and trustworthy messenger.” When David brought to the Master one Jacob, once a runner on the overnight messenger service between Jerusalem and Bethsaida, Jesus, addressing him, said: “In all haste, go to Abner at Philadelphia and say: ‘The Master sends greetings of peace to you and says that the hour has come when he will be delivered into the hands of his enemies, who will put him to death, but that he will rise from the dead and appear to you shortly, before he goes to the Father, and that he will then give you guidance to the time when the new teacher shall come to live in your hearts.’” And when Jacob had rehearsed this message to the Master’s satisfaction, Jesus sent him on his way, saying: “Fear not what any man may do to you, Jacob, for this night an unseen messenger will run by your side.”
    Μετά ο Ιησούς στράφηκε στον αρχηγό των Ελλήνων επισκεπτών οι οποίοι είχαν κατασκηνώσει μαζί τους, και είπε: «Αδελφέ μου, μη στενοχωριέσαι γι’ αυτά που πρόκειται να συμβούν, εφόσον σε έχω ήδη προειδοποιήσει. Ο Γιος του Ανθρώπου θα θανατωθεί από τους εχθρούς του, τους αρχιερείς και τους αρχηγούς των Ιουδαίων, αλλά θα αναστηθώ για να είμαι λίγο καιρό μαζί σας πριν πάω στον Πατέρα μου. Και όταν θα δεις να συμβαίνουν όλα αυτά, δόξασε το Θεό και στήριξε τους αδελφούς σου».
182:2.6 (1967.1) Then Jesus turned to the chief of the visiting Greeks who were encamped with them, and said: “My brother, be not disturbed by what is about to take place since I have already forewarned you. The Son of Man will be put to death at the instigation of his enemies, the chief priests and the rulers of the Jews, but I will rise to be with you a short time before I go to the Father. And when you have seen all this come to pass, glorify God and strengthen your brethren.”
    Σε κανονικές καταστάσεις οι απόστολοι θα είχαν απευθύνει στον Κύριο μια προσωπική καληνύχτα, αλλά αυτό το βράδυ ήταν τόσο απορροφημένοι από την ξαφνική συνειδητοποίηση της λιποταξίας του Ιούδα και τόσο καταβεβλημένοι από την ασυνήθιστη φύση της αποχαιρετιστήριας προσευχής τού Κυρίου, ώστε άκουσαν το χαιρετισμό της καληνύχτας του και αναχώρησαν σιωπηλά.
182:2.7 (1967.2) In ordinary circumstances the apostles would have bidden the Master a personal good night, but this evening they were so preoccupied with the sudden realization of Judas’s desertion and so overcome by the unusual nature of the Master’s farewell prayer that they listened to his good-bye salutation and went away in silence.
    Ο Ιησούς είπε πράγματι στον Ανδρέα αυτό, καθώς αυτός αναχωρούσε από δίπλα του εκείνη τη νύχτα: «Ανδρέα, κάνε ό,τι μπορείς για να κρατήσεις τους αδελφούς σου ενωμένους μέχρι να επιστρέψω πάλι σε σένα, αφού πιω αυτό το ποτήρι. Ενδυνάμωσε τους αδελφούς σου, δεδομένου ότι σου τα έχω πει όλα. Ειρήνη μαζί σου».
182:2.8 (1967.3) Jesus did say this to Andrew as he left his side that night: “Andrew, do what you can to keep your brethren together until I come again to you after I have drunk this cup. Strengthen your brethren, seeing that I have already told you all. Peace be with you.”
    Κανένας από τους αποστόλους δεν περίμενε να συμβεί κάτι έξω από τα συνηθισμένα εκείνη τη νύχτα αφού ήταν ήδη πολύ αργά. Προσπάθησαν να κοιμηθούν ώστε να σηκωθούν νωρίς το πρωί και να ετοιμαστούν για το χειρότερο. Σκέφτηκαν ότι οι αρχιερείς θα προσπαθούσαν να συλλάβουν τον Κύριό τους νωρίς το πρωί καθώς καμία λαϊκή εργασία δεν γινόταν ποτέ μετά το μεσημέρι, κατά την προπαρασκευαστική ημέρα του Πάσχα. Μόνο ο Δαυίδ Ζεβεδαίος και ο Ιωάννης Μάρκος κατάλαβαν ότι οι εχθροί του Ιησού ερχόντουσαν με τον Ιούδα εκείνη την ίδια νύχτα.
182:2.9 (1967.4) None of the apostles expected anything out of the ordinary to happen that night since it was already so late. They sought sleep that they might rise up early in the morning and be prepared for the worst. They thought that the chief priests would seek to apprehend their Master early in the morning as no secular work was ever done after noon on the preparation day for the Passover. Only David Zebedee and John Mark understood that the enemies of Jesus were coming with Judas that very night.
    Ο Δαυίδ είχε ορίσει να φυλάει σκοπός εκείνη τη νύχτα στο πάνω μονοπάτι που οδηγούσε στο δρόμο Βηθανίας-Ιερουσαλήμ, ενώ ο Ιωάννης Μάρκος θα παραφύλαγε κατά μήκος του δρόμου που πήγαινε από την Κιδρών στη Γεθσημανή. Πριν αναχωρήσει ο Δαυίδ για το καθήκον του στο προκεχωρημένο φυλάκιο, που μόνος είχε αναθέσει στον εαυτό του, χαιρέτησε τον Ιησού, λέγοντας: «Κύριε, πήρα μεγάλη χαρά από την υπηρεσία μου μαζί σου. Οι αδελφοί μου είναι απόστολοι δικοί σου, αλλά έχω κατευχαριστηθεί που έκανα τα μικρότερης σημασίας πράγματα όπως έπρεπε να γίνουν, και θα μου λείψεις από την καρδιά μου όταν θα φύγεις». Και τότε είπε ο Ιησούς στο Δαυίδ: «Δαυίδ, παιδί μου, άλλοι έκαναν αυτό που τους είχε δοθεί εντολή να κάνουν, αλλά την υπηρεσία αυτή εσύ την έκανες με την καρδιά σου και δεν υπήρξα αδιάφορος από την αφοσίωσή σου. Κι εσύ επίσης, μια μέρα θα υπηρετήσεις μαζί μου στην ουράνια βασιλεία».
182:2.10 (1967.5) David had arranged to stand guard that night on the upper trail which led to the Bethany-Jerusalem road, while John Mark was to watch along the road coming up by the Kidron to Gethsemane. Before David went to his self-imposed task of outpost duty, he bade farewell to Jesus, saying: “Master, I have had great joy in my service with you. My brothers are your apostles, but I have delighted to do the lesser things as they should be done, and I shall miss you with all my heart when you are gone.” And then said Jesus to David: “David, my son, others have done that which they were directed to do, but this service have you done of your own heart, and I have not been unmindful of your devotion. You, too, shall some day serve with me in the eternal kingdom.”
    Και τότε, καθώς ετοιμαζόταν να πάει για επιτήρηση στο πάνω μονοπάτι, ο Δαυίδ είπε στον Ιησού: «Γνωρίζεις, Κύριε, ότι έστειλα μήνυμα στην οικογένειά σου και έχω είδηση από ένα αγγελιαφόρο ότι απόψε θα είναι στην Ιεριχώ. Θα είναι εδώ αύριο νωρίς το πρωί μια και θα ήταν επικίνδυνο γι αυτούς να έρθουν από τον κακοτράχαλο δρόμο νυχτιάτικα». Και ο Ιησούς, κοιτώντας προς το μέρος του Δαυίδ, είπε μόνο: «Ας γίνει έτσι, Δαυίδ».
182:2.11 (1967.6) And then, as he prepared to go on watch by the upper trail, David said to Jesus: “You know, Master, I sent for your family, and I have word by a messenger that they are tonight in Jericho. They will be here early tomorrow forenoon since it would be dangerous for them to come up the bloody way by night.” And Jesus, looking down upon David, only said: “Let it be so, David.”
    Όταν ο Δαυίδ πήγε στον Ελαιώνα, ο Ιωάννης Μάρκος εγκαταστάθηκε στο παρατηρητήριό του κοντά στο δρόμο που έβγαζε από το χείμαρρο κάτω στην Ιερουσαλήμ. Και ο Ιωάννης θα είχε παραμείνει στο πόστο αυτό αλλά είχε μεγάλη επιθυμία να είναι κοντά στον Ιησού και να μαθαίνει τι συνέβαινε. Σύντομα, μετά την αναχώρηση του Δαυίδ, και ενώ ο Ιωάννης Μάρκος παρακολουθούσε την απομάκρυνση του Ιησού με τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη σε μια ρεματιά εκεί κοντά, κατακλύστηκε από τόση αφοσίωση σε συνδυασμό με περιέργεια, ώστε εγκατέλειψε το πόστο του και ακολούθησε μετά από αυτούς, κρυβόμενος μέσα στους θάμνους, από όπου είδε και κρυφάκουσε όλα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια εκείνων των τελευταίων λεπτών στον κήπο και λίγο πριν ο Ιούδας και οι οπλισμένοι φρουροί εμφανιστούν για να συλλάβουν τον Ιησού.
182:2.12 (1967.7) When David had gone up Olivet, John Mark took up his vigil near the road which ran by the brook down to Jerusalem. And John would have remained at this post but for his great desire to be near Jesus and to know what was going on. Shortly after David left him, and when John Mark observed Jesus withdraw, with Peter, James, and John, into a near-by ravine, he was so overcome with combined devotion and curiosity that he forsook his sentinel post and followed after them, hiding himself in the bushes, from which place he saw and overheard all that transpired during those last moments in the garden and just before Judas and the armed guards appeared to arrest Jesus.
    Ενόσω όλα αυτά βρισκόντουσαν σε εξέλιξη στην κατασκήνωση του Κυρίου, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης συσκεπτόταν με το λοχαγό των φρουρών του ναού, που είχε συγκεντρώσει τους άνδρες του, πριν ξεκινήσουν κάτω από την αρχηγία του προδότη, για να συλλάβουν τον Ιησού.
182:2.13 (1968.1) While all this was in progress at the Master’s camp, Judas Iscariot was in conference with the captain of the temple guards, who had assembled his men preparatory to setting out, under the leadership of the betrayer, to arrest Jesus.

3. ΜΟΝΟΣ ΣΤΗ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ

3. Alone in Gethsemane

    Εφόσον όλα γύρω από την κατασκήνωση ήταν ήρεμα και ήσυχα, ο Ιησούς, παίρνοντας τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, προχώρησε λίγο δρόμο προς μια κοντινή ρεματιά όπου συχνά πήγαινε εκεί για να προσευχηθεί και να επικοινωνήσει με τον Πατέρα του. Οι τρεις απόστολοι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν αντιλαμβανόμενοι ότι ήταν βαθύτατα λυπημένος. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν παρατηρήσει τον Κύριό τους να είναι τόσο βαρυφορτωμένος και θλιμμένος. Όταν έφτασαν στο μέρος της προσευχής, είπε στους τρεις να καθίσουν κάτω και να αγρυπνούν μαζί του ενώ θα απομακρυνόταν όσο το πέταγμα μιας πέτρας για να προσευχηθεί. Και αφού έπεσε κάτω με το πρόσωπο στο έδαφος, προσευχήθηκε: «Πατέρα μου, ήρθα στον κόσμο αυτό για να πράξω το θέλημά σου, και έτσι έκανα. Ξέρω ότι έφτασε η ώρα να παραδώσω τη ζωή μου, και δεν οπισθοχωρώ από αυτό, αλλά θα ήθελα να ξέρω αν το θέλημα σου είναι να πιω αυτό το ποτήρι. Στείλε μου τη βεβαιότητα ότι θα σε ευχαριστήσω με το θάνατό μου όπως και με τη ζωή μου».
182:3.1 (1968.2) After all was still and quiet about the camp, Jesus, taking Peter, James, and John, went a short way up a near-by ravine where he had often before gone to pray and commune. The three apostles could not help recognizing that he was grievously oppressed; never before had they observed their Master to be so heavy-laden and sorrowful. When they arrived at the place of his devotions, he bade the three sit down and watch with him while he went off about a stone’s throw to pray. And when he had fallen down on his face, he prayed: “My Father, I came into this world to do your will, and so have I. I know that the hour has come to lay down this life in the flesh, and I do not shrink therefrom, but I would know that it is your will that I drink this cup. Send me the assurance that I will please you in my death even as I have in my life.”
    Ο Κύριος παρέμεινε σε στάση προσευχής για λίγα λεπτά, και μετά, γυρίζοντας στους τρεις αποστόλους τους βρήκε να κοιμόνται, επειδή τα μάτια τους ήταν βαριά και δεν μπορούσαν να μείνουν ξύπνιοι. Καθώς ο Ιησούς τους ξύπνησε, είπε: «Πώς! Δεν μπορείτε να αγρυπνείτε μαζί μου ούτε μια ώρα; Δεν βλέπετε ότι η ψυχή μου είναι υπερβολικά θλιμμένη, μέχρι θανάτου, και ότι αναζητώ τη συντροφιά σας;». Όταν οι τρεις σηκώθηκαν από τον ύπνο, ο Κύριος πάλι πήγε μόνος του και, πέφτοντας στο έδαφος προσευχήθηκε ξανά: «Πατέρα, γνωρίζω ότι είναι δυνατό να αποφύγω αυτό το ποτήρι – τα πάντα είναι δυνατά σε σένα – αλλά ήρθα για να κάνω το θέλημά σου και ενώ είναι ένα πικρό ποτήρι, θα το πιω αν αυτό είναι το θέλημά σου». Και όταν προσευχήθηκε έτσι, ένας ισχυρός άγγελος ήρθε στο πλευρό του και μιλώντας του, τον ακούμπησε και τον ενδυνάμωσε.
182:3.2 (1968.3) The Master remained in a prayerful attitude for a few moments, and then, going over to the three apostles, he found them sound asleep, for their eyes were heavy and they could not remain awake. As Jesus awoke them, he said: “What! can you not watch with me even for one hour? Cannot you see that my soul is exceedingly sorrowful, even to death, and that I crave your companionship?” After the three had aroused from their slumber, the Master again went apart by himself and, falling down on the ground, again prayed: “Father, I know it is possible to avoid this cup—all things are possible with you—but I have come to do your will, and while this is a bitter cup, I would drink it if it is your will.” And when he had thus prayed, a mighty angel came down by his side and, speaking to him, touched him and strengthened him.
    Όταν ο Ιησούς επέστρεψε για να μιλήσει με τους τρεις αποστόλους, τους βρήκε πάλι να κοιμόνται. Τους ξύπνησε, λέγοντας: «Τέτοια ώρα χρειάζομαι να αγρυπνείτε και να προσεύχεστε μαζί μου – πιο πολύ χρειάζεται να προσευχηθείτε για να μην περιπέσετε σε πειρασμό – για πιο σκοπό λοιπόν κοιμάσθε όταν σας αφήνω;».
182:3.3 (1968.4) When Jesus returned to speak with the three apostles, he again found them fast asleep. He awakened them, saying: “In such an hour I need that you should watch and pray with me—all the more do you need to pray that you enter not into temptation—wherefore do you fall asleep when I leave you?”
    Και μετά, για τρίτη φορά, ο Κύριος απομακρύνθηκε και προσευχήθηκε: «Πατέρα, βλέπεις τους κοιμισμένους αποστόλους μου; Να έχεις έλεος γι αυτούς. Το πνεύμα είναι όντως πρόθυμο, αλλά η σάρκα είναι ασθενής. Και τώρα, ω Πατέρα, αν το ποτήρι αυτό δεν περάσει, τότε θα το πιω. Όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου να γίνει». Και όταν τελείωσε την προσευχή, έμεινε για ένα λεπτό ξαπλωμένος στο έδαφος. Όταν σηκώθηκε και γύρισε στους αποστόλους, για μια φορά ακόμα τους βρήκε να κοιμούνται. Τους επιθεώρησε και με μια λυπημένη χειρονομία, είπε τρυφερά : «Συνεχίστε να κοιμάστε λοιπόν, αναπαυθείτε, η ώρα της απόφασης πέρασε. Η ώρα είναι τώρα που ο Γιος του Ανθρώπου θα προδοθεί στα χέρια των εχθρών του». Καθώς έσκυψε κάτω για να τους κουνήσει ώστε να τους ξυπνήσει, είπε: «Σηκωθείτε, ας γυρίσουμε στην κατασκήνωση, γιατί προσέξτε, αυτός που με προδίδει είναι πλησίον, και η ώρα ήρθε που το κοπάδι μου θα διασκορπισθεί. Αλλά σας έχω ήδη μιλήσει γι αυτά τα πράγματα».
182:3.4 (1968.5) And then, for a third time, the Master withdrew and prayed: “Father, you see my sleeping apostles; have mercy upon them. The spirit is indeed willing, but the flesh is weak. And now, O Father, if this cup may not pass, then would I drink it. Not my will, but yours, be done.” And when he had finished praying, he lay for a moment prostrate on the ground. When he arose and went back to his apostles, once more he found them asleep. He surveyed them and, with a pitying gesture, tenderly said: “Sleep on now and take your rest; the time of decision is past. The hour is now upon us wherein the Son of Man will be betrayed into the hands of his enemies.” As he reached down to shake them that he might awaken them, he said: “Arise, let us be going back to the camp, for, behold, he who betrays me is at hand, and the hour has come when my flock shall be scattered. But I have already told you about these things.”
    Κατά τη διάρκεια των χρόνων που ο Ιησούς ζούσε με τους οπαδούς του, είχαν, όντως, πολλές αποδείξεις της θεϊκής φύσης του, αλλά ακριβώς τώρα θα γινόντουσαν μάρτυρες νέων αποδείξεων για την ανθρώπινη. Ακριβώς λίγο πριν τη μεγαλύτερη από όλες τις αποκαλύψεις της θεϊκότητάς του, την ανάστασή του, πρέπει να συμβούν οι μεγαλύτερες αποδείξεις της θνητής φύσης του, ο εξευτελισμός και η σταύρωσή του.
182:3.5 (1968.6) During the years that Jesus lived among his followers, they did, indeed, have much proof of his divine nature, but just now are they about to witness new evidences of his humanity. Just before the greatest of all the revelations of his divinity, his resurrection, must now come the greatest proofs of his mortal nature, his humiliation and crucifixion.
    Κάθε φορά που προσευχόταν στον κήπο, η ανθρώπινη φύση του ακουμπούσε γερά πάνω στην πίστη της θεϊκότητάς του. Το ανθρώπινο θέλημά του γινόταν πιο ολοκληρωμένα ένα με το θεϊκό θέλημα του Πατέρα. Ανάμεσα στα λόγια που ειπώθηκαν από τον ισχυρό άγγελο ήταν το μήνυμα ότι ο Πατέρας επιθυμούσε ο Γιος του να τελειώσει τη γήινη αποστολή του περνώντας μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία του θανάτου, ακριβώς όπως όλες οι θνητές υπάρξεις πρέπει να βιώσουν την υλική αποσύνθεση περνώντας από την ύπαρξη του χρόνου στην ακολουθία της αιωνιότητας.
182:3.6 (1969.1) Each time he prayed in the garden, his humanity laid a firmer faith-hold upon his divinity; his human will more completely became one with the divine will of his Father. Among other words spoken to him by the mighty angel was the message that the Father desired his Son to finish his earth bestowal by passing through the creature experience of death just as all mortal creatures must experience material dissolution in passing from the existence of time into the progression of eternity.
    Νωρίτερα το βράδυ, δεν φαινόταν τόσο δύσκολο να πιει το ποτήρι, αλλά καθώς ο θνητός Ιησούς αποχαιρέτησε τους αποστόλους του και τους έστειλε να αναπαυθούν, η δοκιμασία παρουσιάστηκε πιο φοβερή. Ο Ιησούς βίωσε εκείνο το φυσικό σκαμπανέβασμα αισθημάτων που είναι κοινό σε όλα τα ανθρώπινα βιώματα, και ακριβώς τώρα ήταν αποκαμωμένος από τη δουλειά, εξαντλημένος από τις πολλές ώρες του εντατικού μόχθου και της επίπονης ανησυχίας σχετικά με την ασφάλεια των αποστόλων του. Ενώ κανείς θνητός δεν μπορεί να τολμήσει να καταλάβει τις σκέψεις και τα αισθήματα του ενσαρκωμένου Γιου του Θεού σε μια τέτοια ώρα σαν κι αυτή, γνωρίζουμε ότι υπέφερε μεγάλη αγωνία και υπέμεινε ανείπωτη θλίψη, επειδή ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του σε μεγάλες σταγόνες. Ήταν τελικά πεπεισμένος ότι ο Πατέρας σκόπευε να επιτρέψει τα φυσικά γεγονότα να πάρουν το δρόμο τους. Ήταν απόλυτα αποφασισμένος να μη χρησιμοποιήσει καμία ανώτερη δύναμη σαν ύψιστος κυβερνήτης ενός σύμπαντος για να σώσει τον εαυτό του.
182:3.7 (1969.2) Earlier in the evening it had not seemed so difficult to drink the cup, but as the human Jesus bade farewell to his apostles and sent them to their rest, the trial grew more appalling. Jesus experienced that natural ebb and flow of feeling which is common to all human experience, and just now he was weary from work, exhausted from the long hours of strenuous labor and painful anxiety concerning the safety of his apostles. While no mortal can presume to understand the thoughts and feelings of the incarnate Son of God at such a time as this, we know that he endured great anguish and suffered untold sorrow, for the perspiration rolled off his face in great drops. He was at last convinced that the Father intended to allow natural events to take their course; he was fully determined to employ none of his sovereign power as the supreme head of a universe to save himself.
    Τα συγκεντρωμένα πνεύματα μιας ευρύτατης δημιουργίας περιίπτανται της σκηνής κάτω από την προσωρινή διεύθυνση του Γαβριήλ και του Προσωπικού Ρυθμιστή του Ιησού. Οι διοικητές των μεραρχιών των στρατιών του ουρανού, προειδοποιήθηκαν επανειλημμένα να μην ανακατευτούν στις διεργασίες της γης εκτός και αν ο ίδιος ο Ιησούς τους διάτασσε να παρέμβουν.
182:3.8 (1969.3) The assembled hosts of a vast creation are now hovered over this scene under the transient joint command of Gabriel and the Personalized Adjuster of Jesus. The division commanders of these armies of heaven have repeatedly been warned not to interfere with these transactions on earth unless Jesus himself should order them to intervene.
    H εμπειρία να αποχωριστεί από τους αποστόλους ήταν μεγάλο άγχος για την ανθρώπινη καρδιά του Ιησού. Αυτή η θλίψη της αγάπης τον ξεπερνούσε και έκανε πιο δύσκολη την αντιμετώπιση ενός τέτοιου θανάτου, όπως γνώριζε καλά ότι τον περίμενε. Αντιλήφθηκε πόσο αδύναμοι και πόσο αδαείς ήταν οι απόστολοι, και φοβήθηκε να τους αφήσει. Γνώριζε καλά ότι η ώρα της αναχώρησής του είχε φτάσει, αλλά η ανθρώπινη καρδιά του λαχταρούσε να ανακαλύψει αν μπορούσε να υπάρξει πιθανότητα για κάποιο νόμιμο δρόμο αποφυγής αυτής της τρομερής δέσμευσης του πόνου και της θλίψης. Και όταν προσπάθησε να το αποφύγει με τον τρόπο αυτό, και απέτυχε, ήταν πρόθυμος να πιει το ποτήρι. Ο θεϊκός νους του Μιχαήλ γνώριζε ότι είχε κάνει το καλύτερο για τους δώδεκα αποστόλους. Αλλά η ανθρώπινη καρδιά του Ιησού επιθυμούσε να γινόντουσαν περισσότερα γι αυτούς πριν μείνουν μόνοι στον κόσμο. Η καρδιά του Ιησού είχε σχιστεί. Αγαπούσε πραγματικά τους αδελφούς του. Είχε απομονωθεί από τη γήινη οικογένειά του. Ένας από τους διαλεγμένους συντρόφους του τον πρόδιδε. Ο λαός του πατέρα του Ιωσήφ τον είχε απαρνηθεί και με αυτό τον τρόπο υπέγραψαν την καταδίκη τους σαν λαός με μια ειδική αποστολή στη γη. Η ψυχή του βασανιζόταν από συγχυσμένη αγάπη και απαρνημένο έλεος. Ήταν ακριβώς μια από εκείνες τις φοβερές ανθρώπινες στιγμές όταν τα πάντα φαίνονται να γκρεμίζονται με συντριπτική σκληρότητα και τρομερή αγωνία.
182:3.9 (1969.4) The experience of parting with the apostles was a great strain on the human heart of Jesus; this sorrow of love bore down on him and made it more difficult to face such a death as he well knew awaited him. He realized how weak and how ignorant his apostles were, and he dreaded to leave them. He well knew that the time of his departure had come, but his human heart longed to find out whether there might not possibly be some legitimate avenue of escape from this terrible plight of suffering and sorrow. And when it had thus sought escape, and failed, it was willing to drink the cup. The divine mind of Michael knew he had done his best for the twelve apostles; but the human heart of Jesus wished that more might have been done for them before they should be left alone in the world. Jesus’ heart was being crushed; he truly loved his brethren. He was isolated from his family in the flesh; one of his chosen associates was betraying him. His father Joseph’s people had rejected him and thereby sealed their doom as a people with a special mission on earth. His soul was tortured by baffled love and rejected mercy. It was just one of those awful human moments when everything seems to bear down with crushing cruelty and terrible agony.
    Η ανθρώπινη φύση του Ιησού δεν ήταν αδιάφορη για την κατάσταση αυτή της προσωπικής μοναξιάς, της δημόσιας ατίμωσης και της φαινομενικής αποτυχίας του σκοπού του. Όλα αυτά τα συναισθήματα τον καταρράκωναν με απερίγραπτη βαρύτητα. Στη μεγάλη αυτή θλίψη ο νους του γύρναγε πίσω στις μέρες της παιδικής του ηλικίας στη Ναζαρέτ και στα πρώτα χρόνια του έργου του στη Γαλιλαία. Τη στιγμή της μεγάλης αυτής δοκιμασίας ήρθαν στο νου του πολλές από τις ευχάριστες σκηνές της γήινης υπηρεσίας του. Και ήταν από τις αναμνήσεις του παρελθόντος στη Ναζαρέτ, την Καπερναούμ, το Όρος Ερμών και των ανατολών και των δύσεων της φεγγοβόλου Θάλασσας της Γαλιλαίας, που τον απάλυναν, καθώς δυνάμωνε και ετοίμαζε την καρδιά του να αντιμετωπίσει τον προδότη που γρήγορα θα τον παρέδιδε.
182:3.10 (1969.5) Jesus’ humanity was not insensible to this situation of private loneliness, public shame, and the appearance of the failure of his cause. All these sentiments bore down on him with indescribable heaviness. In this great sorrow his mind went back to the days of his childhood in Nazareth and to his early work in Galilee. At the time of this great trial there came up in his mind many of those pleasant scenes of his earthly ministry. And it was from these old memories of Nazareth, Capernaum, Mount Hermon, and of the sunrise and sunset on the shimmering Sea of Galilee, that he soothed himself as he made his human heart strong and ready to encounter the traitor who should so soon betray him.
    Πριν φτάσουν ο Ιούδας και οι στρατιώτες, ο Κύριος είχε κερδίσει πλήρως τη συνηθισμένη του αυτοκυριαρχία. Το πνεύμα είχε θριαμβεύσει πάνω στη σάρκα. Η πίστη είχε επιβεβαιωθεί πάνω σε κάθε ανθρώπινη κλίση φόβου ή αμφιβολίας. Η ύψιστη δοκιμασία της πλήρους συναίσθησης της ανθρώπινης φύσης είχε βιωθεί και είχε ξεπεραστεί με επιτυχία. Για μια ακόμα φορά ο Γιος του Ανθρώπου ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του με ηρεμία και με την πλήρη βεβαιότητα ότι ήταν ανίκητος σαν θνητός που ήταν αφιερωμένος ανεπιφύλακτα στην εκτέλεση του θελήματος του Πατέρα του.
182:3.11 (1969.6) Before Judas and the soldiers arrived, the Master had fully regained his customary poise; the spirit had triumphed over the flesh; faith had asserted itself over all human tendencies to fear or entertain doubt. The supreme test of the full realization of the human nature had been met and acceptably passed. Once more the Son of Man was prepared to face his enemies with equanimity and in the full assurance of his invincibility as a mortal man unreservedly dedicated to the doing of his Father’s will.



Back to Top