Ουράντια βιβλίο - ΕΓΓΡΑΦΟ 167. Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ



DOWNLOADS ➔   DOWNLOAD  PDF   PDF w/English 

Ουράντια βιβλίο    

ΜΕΡΟΣ ΙV. Η ΖΩΉ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΊΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΎ

   ΕΓΓΡΑΦΟ 167. Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ



   ΕΓΓΡΑΦΟ 167. Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ

167:0.1 (1833.1) Καθ’ όλη αυτή την περίοδο της υπηρεσίας στην Περαία, όταν έγινε αναφορά ότι ο Ιησούς και οι απόστολοι επισκέπτοντο τις διάφορες περιοχές όπου εργαζόντουσαν οι εβδομήντα, θα πρέπει να θυμηθούμε, σαν κανόνα, ότι μόνο δέκα ήταν μαζί του, μια και ήταν συνήθεια να μένουν τουλάχιστον δυο απόστολοι στην Πέλλα για να διδάσκουν τα πλήθη. Καθώς ο Ιησούς ετοιμαζόταν για τη Φιλαδέλφεια, ο Σίμων Πέτρος και ο αδελφός του Ανδρέας, επέστρεψαν στην κατασκήνωση της Πέλλας για να διδάξουν τα εκεί συγκεντρωμένα πλήθη. Όταν ο Κύριος άφησε την κατασκήνωση στην Πέλλα για να επισκεφθεί την ευρύτερη περιοχή της Περαίας, δεν ήταν ασυνήθιστο να τον ακολουθούν τριακόσιοι έως πεντακόσιοι κατασκηνωτές. Όταν έφτασε στη Φιλαδέλφεια, συνοδευόταν από περισσότερους από εξακόσιους οπαδούς.
167:0.2 (1833.2) Κανένα θαύμα δεν είχε γίνει κατά την πρόσφατη περιοδεία στη Δεκάπολη, και εξαιρουμένου του καθαρισμού των δέκα λεπρών, επίσης δεν έγιναν άλλα θαύματα στην αποστολή στην Περαία. Ήταν μια περίοδος που το ευαγγέλιο κηρύχθηκε με δύναμη, χωρίς θαύματα, και τον περισσότερο καιρό χωρίς την προσωπική παρουσία του Ιησού ή ακόμα και των αποστόλων του.
167:0.3 (1833.3) Ο Ιησούς και οι δέκα απόστολοι έφτασαν στη Φιλαδέλφεια την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου και πέρασαν την Πέμπτη και την Παρασκευή αναπαυόμενοι από τα πρόσφατα ταξίδια και τους αγώνες τους. Εκείνη τη νύχτα της Παρασκευής, ο Ιάκωβος μίλησε στη συναγωγή και συγκάλεσε γενικό συμβούλιο για το επόμενο βράδυ. Ήταν πολύ ευχαριστημένοι από την πρόοδο του ευαγγελίου στη Φιλαδέλφεια και στα γύρω χωριά. Οι αγγελιαφόροι του Δαυίδ έφεραν και τις ειδήσεις για την περαιτέρω πρόοδο της βασιλείας σε όλη την Παλαιστίνη, καθώς και τα καλά νέα από την Αλεξάνδρεια και τη Δαμασκό.

  1. ΠΡΩΙΝΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥΣ

167:1.1 (1833.4) Στη Φιλαδέλφεια ζούσε ένας πολύ πλούσιος και σπουδαίος Φαρισαίος με επιρροή, που είχε δεχθεί τη διδασκαλία του Άμπνερ και ο οποίος είχε προσκαλέσει τον Ιησού στο σπίτι του, το πρωινό του Σαββάτου, για να πάρουν πρόγευμα Είχε γίνει γνωστό πως εκείνη την περίοδο αναμενόταν ο Ιησούς στη Φιλαδέλφεια. Έτσι ένας μεγάλος αριθμός επισκεπτών, μεταξύ των οποίων και πολλοί Φαρισαίοι, είχαν έρθει από την Ιερουσαλήμ και από άλλα μέρη. Συνεπώς, περίπου σαράντα από αυτούς τους εξέχοντες άνδρες και λίγοι νομομαθείς είχαν προσκληθεί στο πρόγευμα, το οποίο δινόταν προς τιμήν του Κυρίου.
167:1.2 (1833.5) Καθόσον διάστημα ο Ιησούς χρονοτριβούσε στην είσοδο, συζητώντας με τον Άμπνερ, και μετά, αφού ο οικοδεσπότης είχε καθίσει στη θέση του, μπήκε στο δωμάτιο ένας εξέχων Φαρισαίος της Ιερουσαλήμ, μέλος του Σανχεντρίν, και όπως ήταν συνήθεια, κατευθύνθηκε προς την τιμητική θέση στα αριστερά του οικοδεσπότη. Αλλά αφού η θέση αυτή είχε κρατηθεί για τον Κύριο, και εκείνη στα δεξιά για τον Άμπνερ, ο οικοδεσπότης έκανε νεύμα στο Φαρισαίο από την Ιερουσαλήμ και ο αξιωματούχος προσβλήθηκε πολύ επειδή δεν έλαβε την τιμητική θέση.
167:1.3 (1834.1) Πολύ γρήγορα όλοι κάθισαν και απολάμβαναν την επίσκεψη αυτή, μια και η πλειονότητα των παρόντων ήταν μαθητές του Ιησού ή διέκειντο φιλικά προς το ευαγγέλιο. Μόνο οι εχθροί του αντιλήφθηκαν το γεγονός πως δεν τήρησε το τελετουργικό πλύσιμο των χεριών του πριν καθίσει για το φαγητό. Ο Άμπνερ έπλυνε τα χέρια του στην αρχή του γεύματος αλλά όχι κατά τη διάρκεια των διαφόρων σερβιρισμάτων.
167:1.4 (1834.2) Καθώς πλησίαζε το τέλος του γεύματος, εισήλθε, από το δρόμο, ένας άρρωστος που έπασχε από χρόνια νόσο και τώρα βρισκόταν σε κατάσταση υδρωπικίας. Ο άνθρωπος αυτός είχε πιστέψει, και είχε τελευταία βαφτιστεί από τους συνεργάτες του Άμπνερ. Δεν ζήτησε από τον Ιησού να γιατρευτεί, αλλά ο Κύριος γνώριζε πολύ καλά πως ο άρρωστος αυτός είχε έρθει στο γεύμα με την ελπίδα να αποφύγει τα πλήθη που τον συμπίεζαν και να μπορέσει έτσι ευκολότερα να τραβήξει την προσοχή του. Ο άνδρας γνώριζε ότι την περίοδο εκείνη γινόντουσαν λίγα θαύματα. Όμως, βαθιά μέσα του πίστευε ότι η δυσμενής κατάστασή του ίσως να προκαλούσε τη συμπόνια του Κυρίου. Και δεν έκανε λάθος, γιατί, όταν μπήκε στο δωμάτιο, αμφότεροι ο Ιησούς και ο δικαιοφανής Φαρισαίος από την Ιερουσαλήμ τον πρόσεξαν. Ο Φαρισαίος δεν άργησε να εκφράσει την ενόχλησή του, ότι τέτοιοι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να εισέρχονται στο δωμάτιο. Ο Ιησούς όμως κοίταξε τον άρρωστο και του χαμογέλασε τόσο ευγενικά ώστε αυτός πλησίασε και κάθισε πάνω στο πάτωμα. Καθώς το γεύμα τελείωνε, ο Κύριος κοίταξε τους συνδαιτυμόνες και μετά, ρίχνοντας ματιές με νόημα στον άνδρα με την υδρωπικία, είπε: «Φίλοι μου, διδάσκαλοι του Ισραήλ και μορφωμένοι νομομαθείς, θα ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση: Είναι νόμιμο να γιατρεύει κανείς τους αρρώστους το Σάββατο, ή όχι;». Εκείνοι όμως που βρισκόντουσαν εκεί, γνώριζαν τον Ιησού πολύ καλά. Κρατήθηκαν σε σιωπή. Δεν απάντησαν στην ερώτησή του.
167:1.5 (1834.3) Μετά ο Ιησούς πήγε εκεί που ο άρρωστος ήταν καθισμένος και πιάνοντάς τον από το χέρι, είπε: «Σήκω και πήγαινε. Δεν ζήτησες να γιατρευτείς, αλλά γνωρίζω την επιθυμία της καρδιάς σου και την πίστη της ψυχής σου». Πριν ο άνδρας αφήσει το δωμάτιο, ο Ιησούς επέστρεψε στο κάθισμά του και, απευθυνόμενος σε εκείνους που βρίσκονταν στο τραπέζι, είπε: «Τέτοια έργα κάνει ο Πατέρας μου, όχι για να σας δελεάσει να εισέλθετε στη βασιλεία, αλλά για να αποκαλύψει τον εαυτό του σε εκείνους που είναι ήδη στη βασιλεία. Μπορείτε να αντιληφθείτε ότι σαν Πατέρας κάνει ακριβώς ό,τι θα κάνατε και σεις, γιατί ποιος από σας, έχοντας ένα αγαπημένο ζωάκι που έπεσε στο πηγάδι το Σάββατο, δεν θα το έβγαζε αμέσως έξω;». Και αφού δεν του απάντησε κανένας, και καθόσον ο οικοδεσπότης του προφανώς ενέκρινε όσα συνέβαιναν, ο Ιησούς σηκώθηκε όρθιος και μίλησε σε όλους τους παρόντες: «Αδέλφια μου, όταν σας έχουν προσκαλέσει σε γάμο, να μην κάθεστε στην πρώτη θέση, για το φόβο μήπως και κάποιος πιο σπουδαίος από σας, έχει προσκληθεί και ο οικοδεσπότης θα πρέπει τότε να έρθει και να ζητήσει να δώσετε τη θέση σας σε αυτόν τον άλλο επίσημο προσκεκλημένο. Στην περίπτωση αυτή, ντροπιασμένοι θα αναγκασθείτε να πάρετε μια θέση στο τραπέζι, λιγότερο σπουδαία. Όταν προσκαλείστε σε γιορτή, θα ήταν φρόνιμο, καθώς πλησιάζετε στο γιορτινό τραπέζι, να αναζητήσετε την τελευταία θέση και να καθίσετε εκεί, έτσι ώστε, όταν ο οικοδεσπότης κοιτάξει τους καλεσμένους του, να σας πει: ‘Φίλε μου, γιατί κάθεσαι στην τελευταία θέση; Έλα παραπάνω, και τότε θα είναι τιμή αυτό για σας ενώπιον των άλλων προσκεκλημένων. Μη ξεχνάτε ότι όποιος εξυψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ αυτός που αληθινά ταπεινώνει τον εαυτό του θα εξυψωθεί. Επομένως, όταν προσκαλείτε σε γεύμα, ή δίνετε κάποιο δείπνο, μη προσκαλείτε πάντα φίλους σας, αδελφούς σας, συγγενείς σας ή τους πλούσιους γείτονές σας, οι οποίοι σαν ανταπόδοση ίσως να σας καλέσουν στις γιορτές τους, και έτσι θα ανταμειφθείτε. Όταν δίνετε ένα επίσημο γεύμα, περιστασιακά να καλείτε τους φτωχούς, τους σακάτηδες και τους τυφλούς. Με τον τρόπο αυτό θα είστε ευλογημένοι γιατί γνωρίζετε καλά ότι οι κουτσοί και οι ανίκανοι δεν θα μπορέσουν να σας ξεπληρώσουν για το γεμάτο αγάπη ενδιαφέρον σας».

  2. Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ

167:2.1 (1835.1) Όταν ο Ιησούς σταμάτησε να μιλάει στο τραπέζι του Φαρισαίου, που προγευμάτιζαν, ένας νομομαθής που ήταν παρών, επιθυμώντας να σπάσει τη σιωπή, είπε χωρίς να σκεφτεί: «Ευλογημένος είναι αυτός που θα γευθεί ψωμί στη βασιλεία του Θεού» – κι αυτό ήταν μια συνηθισμένη παροιμία εκείνης της εποχής. Και τότε ο Ιησούς είπε μια παραβολή, την οποία ακόμα και ο φιλικός οικοδεσπότης του αναγκάστηκε να πάρει κατάκαρδα. Είπε ο Ιησούς:
167:2.2 (1835.2) «Κάποιος κυβερνήτης έδωσε ένα μεγάλο δείπνο και έχοντας προσκαλέσει πολλούς, έστειλε τους υπηρέτες του την ώρα του δείπνου να πουν σε όσους ήταν καλεσμένοι, ‘Ελάτε, διότι όλα είναι πια έτοιμα’. Αλλ’ άρχισαν όλοι δια μιας να δικαιολογούνται’. Ο πρώτος είπε, ‘Μόλις αγόρασα ένα χωράφι και είμαι αναγκασμένος να πάω να το επικυρώσω. Σε παρακαλώ θεώρησέ με δικαιολογημένο’. Κάποιος άλλος είπε, ‘Αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πρέπει να πάω να τα πάρω, σε παρακαλώ θεώρησέ με δικαιολογημένο’. Και άλλος είπε, ‘Μόλις παντρεύτηκα και επομένως δεν μπορώ να έλθω’. Έτσι οι υπηρέτες επέστρεψαν και ανέφεραν στον αφέντη τους αυτά. Όταν ο οικοδεσπότης το άκουσε, οργίστηκε πολύ, και είπε στους υπηρέτες του: ‘Έχω ετοιμάσει τη γιορτή του γάμου, τα θρεφτάρια έχουν σφαχτεί, και όλα είναι έτοιμα για τους καλεσμένους μου, αλλά αυτοί απέρριψαν την πρόσκλησή μου. Ο καθένας πήγε στα χωράφια του και στα εμπορεύματά του και δεν σέβονται ούτε τους υπηρέτες μου που τους ζήτησαν να έρθουν στη γιορτή μου. Βγείτε γρήγορα, λοιπόν, έξω στις οδούς και στα σοκάκια της πόλης, έξω στις λεωφόρους και στα δρομάκια και φέρτε εδώ τους φτωχούς και τους κυνηγημένους, τους τυφλούς και τους ανάπηρους, γιατί η γιορτή του γάμου πρέπει να έχει προσκεκλημένους’. Και οι υπηρέτες έκαναν όπως τους διέταξε ο κύριός τους και υπήρχε ακόμη χώρος και γι άλλους καλεσμένους. Τότε είπε ο κύριος στους υπηρέτες: ‘Βγείτε λοιπόν στους δρόμους και στην εξοχή και αναγκάστε όσους βρίσκονται εκεί να έρθουν ώστε να γεμίσει το σπίτι μου. Ανακοινώνω ότι κανένας από εκείνους που είχαν προσκληθεί την πρώτη φορά δεν θα γευθεί το δείπνο μου’. Και οι υπηρέτες έκαναν όπως τους διέταξε ο κύριός τους και το σπίτι γέμισε».
167:2.3 (1835.3) Και αφού άκουσαν τα λόγια αυτά, αναχώρησαν. Καθένας πήγε σπίτι του. Ένας όμως από τους χλευάζοντας Φαρισαίους, που ήταν παρών εκείνο το πρωινό, κατανόησε τη σημασία της παραβολής, γιατί βαφτίστηκε την ημέρα εκείνη και ομολόγησε δημόσια την πίστη του στο ευαγγέλιο της βασιλείας. Ο Άμπνερ κήρυξε την παραβολή αυτή την ίδια εκείνη νύχτα στο γενικό συμβούλιο των πιστών.
167:2.4 (1835.4) Την επομένη όλοι οι απόστολοι ασχολήθηκαν με τη φιλοσοφική άσκηση του να επιχειρήσουν να ερμηνεύσουν τη σημασία της παραβολής του μεγάλου δείπνου. Αν και ο Ιησούς άκουσε με ενδιαφέρον όλες τις διαφορετικές ερμηνείες, αρνήθηκε σταθερά να τους προσφέρει περισσότερη βοήθεια για την κατανόηση της παραβολής. Είπε μόνο: «Ας ανακαλύψει καθένας μέσα στην ψυχή του τη σημασία για τον εαυτό του».

  3. Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

167:3.1 (1835.5) Ο Άμπνερ είχε κανονίσει για τον Κύριο, να διδάξει στη συναγωγή το Σάββατο, η πρώτη φορά που ο Ιησούς θα εμφανιζόταν στη συναγωγή από τότε που είχαν όλες κλείσει για τις διδασκαλίες του κατά διαταγή του Σανχεντρίν. Στο τέλος της λειτουργίας, ο Ιησούς κοίταξε κάτω μπροστά του, μια ηλικιωμένη γυναίκα που είχε καταπτοημένη έκφραση και η οποία έσκυβε πολύ. Η γυναίκα αυτή βασανιζόταν από φόβο και όλη η χαρά είχε φύγει από τη ζωή της. Καθώς ο Ιησούς κατέβηκε από τον άμβωνα, πήγε προς το μέρος της και, αγγίζοντας το σκυμμένο σώμα της στον ώμο, είπε: «Γυναίκα, αν μόνο πιστέψεις, θα ελευθερωθείς από το πνεύμα της αναπηρίας». Και η γυναίκα αυτή, που έσκυβε κάτω και την καταπίεζε ο φόβος για περισσότερα από δεκαοκτώ χρόνια, πίστεψε τα λόγια του Κυρίου και από την πίστη της ίσιωσε αμέσως το κορμί της. Όταν η γυναίκα είδε ότι είχε ανορθωθεί, ύψωσε τη φωνή της και δόξασε το Θεό.
167:3.2 (1836.1) Παρόλο που η αρρώστια της γυναίκας αυτής ήταν μόνο πνευματική, το σκυμμένο σώμα της ήταν το αποτέλεσμα του καταπιεσμένου μυαλού της, ο κόσμος σκέφτηκε ότι ο Ιησούς την είχε θεραπεύσει από μια πραγματική σωματική διαταραχή. Αν και το εκκλησίασμα της συναγωγής στη Φιλαδέλφεια ήταν φιλικό απέναντι στις διδασκαλίες του Ιησού, ο αρχηγός της συναγωγής ήταν ένας εχθρικός Φαρισαίος. Καθώς λοιπόν μοιραζόταν τη γνώμη του εκκλησιάσματος, ότι ο Ιησούς είχε θεραπεύσει μια σωματική διαταραχή, και όντας αγανακτισμένος επειδή ο Ιησούς είχε τολμήσει να κάνει τέτοιο πράγμα το Σάββατο, σηκώθηκε και ενώπιον του εκκλησιάσματος είπε: «Δεν υπάρχουν έξι ημέρες κατά τις οποίες οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν όλες τις δουλειές τους; Να έρχεστε λοιπόν, αυτές τις εργάσιμες ημέρες και να θεραπεύεστε, και όχι την ημέρα του Σαββάτου».
167:3.3 (1836.2) Όταν ο εχθρικός αρχισυνάγωγος μίλησε έτσι, ο Ιησούς επέστρεψε στο βάθρο των ομιλητών και είπε: «Γιατί είστε υποκριτές; Μήπως δεν λύνει ο καθένας από σας , το Σάββατο, το βόδι του από το παχνί και το φέρνει να το ποτίσει; Αν μια τέτοια εργασία επιτρέπεται το Σάββατο, δεν θα πρέπει αυτή η γυναίκα, κόρη του Αβραάμ, που είναι δεμένη από τον πονηρό για δεκαοκτώ χρόνια, να ελευθερωθεί από τα δεσμά και να οδηγηθεί ώστε να πάρει μέρος και αυτή στο ύδωρ της ελευθερίας και της ζωής, ακόμα και το Σάββατο;». Και καθώς η γυναίκα συνέχισε να δοξάζει το Θεό, ο επικριτής του ντροπιάστηκε και το εκκλησίασμα χαιρόταν με αυτήν που είχε γιατρευτεί.
167:3.4 (1836.3) Σαν αποτέλεσμα της δημόσιας επίκρισής του για τον Ιησού το Σάββατο, ο αρχισυνάγωγος παύθηκε από τη θέση του και τοποθετήθηκε ένας οπαδός του Ιησού.
167:3.5 (1836.4) Ο Ιησούς συχνά ελευθέρωνε τέτοια θύματα του φόβου από το πνεύμα της αναπηρίας τους, από την καταπίεση του μυαλού τους, και από τα δεσμά του φόβου.
167:3.6 (1836.5) Την επομένη, ο Ιησούς και οι δέκα απόστολοι θα ξεκινούσαν για να επιστρέψουν στην κατασκήνωση της Πέλλας, αλλά ματαιώθηκε από την άφιξη ενός αγγελιαφόρου του Δαυίδ, ο οποίος έφερε ένα επείγον μήνυμα στον Ιησού από τους φίλους του στη Βηθανία, κοντά στην Ιερουσαλήμ.

  4. ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΗΘΑΝΙΑ

167:4.1 (1836.6) Πολύ αργά την Κυριακή το βράδυ, 26 Φεβρουαρίου, ένας δρομέας από τη Βηθανία έφτασε στη Φιλαδέλφεια, φέρνοντας ένα μήνυμα από τη Μάρθα και τη Μαρία το οποίο έλεγε: «Κύριε, αυτός που αγαπάς είναι βαριά άρρωστος». Το μήνυμα αυτό έφτασε στον Ιησού στο τέλος της βραδινής συγκέντρωσης και ακριβώς τη στιγμή που απομακρυνόταν από τους αποστόλους για να κοιμηθεί. Στην αρχή ο Ιησούς δεν απάντησε. Συνέβη τότε ένα από εκείνα τα παράξενα διαλείμματα, ένα διάστημα που φαινόταν ότι βρισκόταν σε επικοινωνία με κάτι έξω, και πέρα από τον ίδιο. Ύστερα, αναζητώντας τον, απευθύνθηκε στον αγγελιαφόρο εις επήκοον των αποστόλων, λέγοντας: «Αυτή η ασθένεια δεν θα καταλήξει σε θάνατο, μην αμφιβάλετε ότι θα χρησιμοποιηθεί για να δοξασθεί ο Θεός και να εξυψωθεί ο Υιός».
167:4.2 (1837.1) Ο Ιησούς αγαπούσε πολύ τη Μαρία , τη Μάρθα και τον αδελφό τους το Λάζαρο. Τους αγαπούσε με μια θερμή αγάπη. Η πρώτη και ανθρώπινη σκέψη του ήταν να πάει αμέσως προς βοήθειά τους, αλλά μια άλλη ιδέα ήρθε στο δυαδικό μυαλό του. Είχε σχεδόν εγκαταλείψει την ελπίδα ότι οι Ιουδαίοι αρχηγοί στην Ιερουσαλήμ θα αποδεχόντουσαν ποτέ τη βασιλεία, αγαπούσε όμως ακόμα το λαό του, και τώρα του παρουσιαζόταν ένα σχέδιο δια του οποίου οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι της Ιερουσαλήμ μπορεί να είχαν μια ευκαιρία ακόμη να δεχτούν τις διδασκαλίες του, και αποφάσισε, σύμφωνα με το θέλημα του Πατέρα του, να κάνει αυτή την τελευταία ικεσία προς την Ιερουσαλήμ, το πιο πλήρες και θαυμάσιο έργο όλης της ανθρώπινης σταδιοδρομίας του. Οι Ιουδαίοι ήταν προσκολλημένοι στην ιδέα του ελευθερωτή που έκανε θαύματα. Και παρόλο που αρνείτο να υποκύψει στην εκτέλεση θαυμάτων ή στη θέσπιση εγκόσμιων επιδείξεων πολιτικής ισχύος, τώρα ζήτησε τη συγκατάθεση του Πατέρα για την εκδήλωση της μέχρι τώρα μη επιδειχθείσας δύναμής του πάνω στη ζωή και το θάνατο.
167:4.3 (1837.2) Οι Ιουδαίοι είχαν τη συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς τους την ημέρα της αποδημίας τους. Αυτή ήταν μια αναγκαία πρακτική για ένα τόσο θερμό κλίμα. Συνέβαινε συχνά να βάζουν στον τάφο κάποιον που ήταν εν μέρει σε κωματώδη κατάσταση, έτσι ώστε τη δεύτερη ή ακόμα την τρίτη ημέρα αυτός ο κάποιος έβγαινε από τον τάφο. Αλλά ήταν πιστεύω των Ιουδαίων ότι , ενώ το πνεύμα ή η ψυχή ίσως να παρέμενε κοντά στο σώμα για δυο-τρεις ημέρες, ποτέ δεν παρέμενε μετά την τέταρτη ημέρα. Η αποσύνθεση είχε προχωρήσει την τέταρτη ημέρα αρκετά και κανένας δεν επέστρεφε ποτέ από τον τάφο μετά το πέρας αυτής της περιόδου. Και ήταν γι αυτούς τους λόγους που ο Ιησούς παρέμεινε στη Φιλαδέλφεια δυο ακόμα ημέρες, προτού ετοιμαστεί να ξεκινήσει για τη Βηθανία.
167:4.4 (1837.3) Συνεπώς, νωρίς το πρωί της Τετάρτης είπε στους αποστόλους του: «Ας ετοιμαστούμε γρήγορα να πάμε πάλι στην Ιουδαία». Και όταν οι απόστολοι άκουσαν τον Κύριό τους να το λέγει αυτό, αποτραβήχτηκαν μόνοι μεταξύ τους για να κάνουν συμβούλιο. Ο Ιάκωβος ανέλαβε το συντονισμό της σύσκεψης, και όλοι συμφώνησαν ότι ήταν τελείως ανόητο να επιτρέψουν στον Ιησού να πάει πάλι στην Ιουδαία, και όλοι από κοινού σαν ένας άνδρας, επέστρεψαν να τον ενημερώσουν. Είπε ο Ιάκωβος: «Κύριε, ήσουν στην Ιερουσαλήμ λίγες εβδομάδες πρωτύτερα, και οι αρχηγοί ζήτησαν να σε θανατώσουν, ενώ ο λαός ήθελε να σε λιθοβολήσει. Εκείνη την εποχή τους έδωσες την ευκαιρία να δεχτούν την αλήθεια και δεν θα σου επιτρέψουμε να πας πάλι στην Ιουδαία.
167:4.5 (1837.4) Τότε είπε ο Ιησούς: «Δεν καταλαβαίνετε όμως ότι υπάρχουν δώδεκα ώρες στην ημέρα, κατά τις οποίες μπορεί να γίνει με ασφάλεια η εργασία; Αν ένας βαδίζει την ημέρα, δεν παραπατάει εφόσον έχει φως. Αν ένας βαδίζει στο σκοτάδι, είναι πιθανό να παραπατήσει αφού δεν έχει φως. Όσο διαρκεί η μέρα μου, δεν φοβάμαι να εισέλθω στην Ιουδαία. Θα κάνω ένα ακόμα έργο δύναμης για τους Ιουδαίους αυτούς. Θα τους δώσω μια ευκαιρία ακόμη να πιστέψουν, ακόμα και με τους δικούς τους όρους – δηλαδή συνθήκες εξωτερικής δόξας και ορατή εκδήλωση της δύναμης του Πατέρα και της αγάπης τού Υιού. Εξάλλου, δεν καταλαβαίνετε ότι ο φίλος μας ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί και θα πάω να τον ξυπνήσω!».
167:4.6 (1837.5) Τότε είπε ένας από τους αποστόλους: «Κύριε, αν ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί, τότε σίγουρα θα γίνει καλά». Ήταν συνήθειο των Ιουδαίων εκείνης της εποχής να μιλούν για το θάνατο σαν να ήταν μια μορφή ύπνου, καθώς όμως οι απόστολοι δεν κατάλαβαν ότι ο Ιησούς εννοούσε πως ο Λάζαρος είχε αναχωρήσει από τον κόσμο αυτό, είπε τώρα ξεκάθαρα: «Ο Λάζαρος είναι νεκρός. Και είμαι ευτυχής προς χάριν δική σας, ακόμα και αν οι άλλοι δεν σωθούν από το γεγονός αυτό, που δεν ήμουν εκεί δηλαδή, διότι εσείς θα έχετε τελικά μια νέα αιτία για να πιστέψετε σε μένα. Και από αυτό που θα δείτε, θα πάρετε δύναμη προετοιμαζόμενοι για την ημέρα εκείνη όταν θα φύγω από κοντά σας για να πάω στον Πατέρα μου».
167:4.7 (1838.1) Αφού δεν μπόρεσαν να τον μεταπείσουν να αποφύγει να πάει στην Ιουδαία, και αφού μερικοί από τους αποστόλους ήταν απρόθυμοι ακόμα και να τον συνοδέψουν, ο Θωμάς απευθύνθηκε στους συντρόφους του, λέγοντας: «Είπαμε τους φόβους μας στον Κύριο, αλλά αυτός είναι αποφασισμένος να πάει στη Βηθανία. Είμαι ικανοποιημένος που σήμανε το τέλος. Θα τον σκοτώσουν σίγουρα, αλλά αν αυτή είναι η επιλογή του Κυρίου, τότε ας εκπληρώσουμε το καθήκον μας σαν θαρραλέοι άνθρωποι. Ας πάμε να πεθάνουμε μαζί του». Έτσι και έγινε. Σε θέματα που απαιτείτο προμελετημένο και παρατεινόμενο θάρρος, ο Θωμάς ήταν πάντα το κύριο στήριγμα των δώδεκα αποστόλων.

  5. ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΗΘΑΝΙΑ

167:5.1 (1838.2) Στο δρόμο για την Ιουδαία ο Ιησούς ακολουθείτο από μια ομάδα σχεδόν πενήντα φίλων και εχθρών του. Στο μεσημεριανό τους γεύμα, την Τετάρτη, μίλησε στους αποστόλους του και την ομάδα που τον ακολουθούσε για τους «Όρους της Σωτηρίας», και στο τέλος του μαθήματος είπε την παραβολή του Φαρισαίου και του Τελώνη (φοροεισπράκτορα). Είπε ο Ιησούς: «Βλέπετε, λοιπόν, ότι ο Πατέρας δίνει τη σωτηρία στα παιδιά των ανθρώπων, και η σωτηρία αυτή είναι δώρο σε όλους που έχουν πίστη να δεχτούν τη συγγένεια με τη θεία οικογένεια. Δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να κάνει ο άνθρωπος για να κερδίσει τη σωτηρία αυτή. Τα έργα της αυτοδικαίωσης δεν μπορούν να εξαγοράσουν την εύνοια του Θεού, και η πολλή δημόσια προσευχή δεν θα εξιλεώσει από την έλλειψη της ζωντανής πίστης της καρδιάς. Άνθρωποι, μπορεί να εξαπατάτε από την εργασία που φαίνεται ότι κάνετε, αλλά ο Θεός κοιτάζει μέσα στις ψυχές σας. Ό,τι σας λέγω απεικονίζεται πολύ καλά από δυο ανθρώπους που πήγαν στο ναό για να προσευχηθούν, ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε και προσευχήθηκε για τον εαυτό του: ‘Ω Θεέ, σ’ ευχαριστώ που δεν είμαι σαν τους υπόλοιπους ανθρώπους, εκβιαστές, αμόρφωτους, άδικους, μοιχούς ή ακόμα σαν και αυτόν τον τελώνη. Νηστεύω δυο φορές την εβδομάδα, δίνω το δέκατο από όσα αποκτώ’. Ο τελώνης όμως, στεκότανε μακριά και δεν ήθελε να σηκώσει τα μάτια του στον ουρανό αλλά κτυπούσε το στήθος του κι’ έλεγε, ‘Θεέ, ελέησέ με τον αμαρτωλό’. Σας λέγω ότι ο τελώνης πήγε στο σπίτι του δικαιωμένος από το Θεό παρά ο Φαρισαίος, γιατί ο καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, εκείνος όμως που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί».
167:5.2 (1838.3) Εκείνη τη νύχτα στην Ιεριχώ, οι εχθρικοί Φαρισαίοι προσπάθησαν να παγιδεύσουν τον Κύριο προτρέποντάς τον να συζητήσει για το γάμο και το διαζύγιο, καθώς έκαναν κάποτε οι συνάδελφοί τους στη Γαλιλαία, αλλά ο Ιησούς με επιδεξιότητα απόφυγε τις προσπάθειές τους να τον φέρουν σε σύγκρουση με τους νόμους τους που αφορούσαν το διαζύγιο. Όπως ο τελώνης και ο Φαρισαίος απεικόνιζαν την καλή και κακή θρησκεία, οι πρακτικές τους για το διαζύγιο εξυπηρετούσαν ώστε να αντικρούουν τους καλύτερους νόμους περί γάμου του ιουδαϊκού κώδικα, με την αισχρή χαλαρότητα των φαρισαϊκών ερμηνειών για τα νομοθετήματα του Μωυσέως σχετικά με το διαζύγιο. Ο Φαρισαίος έκρινε τον εαυτό του με τα χαμηλότερα κριτήρια. Ο τελώνης δωροδοκούσε τον εαυτό του με τα υψηλότερα ιδεώδη. Η αφοσίωση, κατά τον Φαρισαίο, ήταν ένα μέσο για να προκαλέσει τη φαινομενικά δίκαιη αδράνεια και την εξασφάλιση της λανθασμένης πνευματικής επιβεβαίωσης. Η αφοσίωση για τον τελώνη, ήταν ένα μέσο για να τραντάξει την ψυχή του ώστε να πραγματοποιήσει την ανάγκη για μετάνοια, εξομολόγηση και την απολαβή δια της πίστεως, της σπλαχνικής συγχώρεσης. Ο Φαρισαίος ζήτησε τη δικαίωση. Ο τελώνης ζήτησε το έλεος. Ο νόμος του σύμπαντος είναι: Ζητείστε και θα λάβετε, ψάξτε και θα βρείτε.
167:5.3 (1838.4) Αν και ο Ιησούς αρνήθηκε να συρθεί σε μια αντιπαράθεση με τους Φαρισαίους σχετικά με το διαζύγιο, όμως κήρυξε μια κατηγορηματική διδασκαλία για τα ύψιστα ιδανικά που αφορούσαν το γάμο. Ανύψωσε το γάμο σαν την ιδεωδέστερη και ανώτατη από όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Παρόμοια, φανέρωσε δυνατή αποδοκιμασία για τις χαλαρές και άδικες πρακτικές περί διαζυγίου των Ιουδαίων της Ιερουσαλήμ, που εκείνη την εποχή επέτρεπαν σ’ έναν άνδρα να χωρίσει τη γυναίκα του για τους πιο ασήμαντους λόγους, όπως αν ήταν μαγείρισσα μικρής αξίας, ανίκανη νοικοκυρά ή για τον απλούστατο λόγο ότι είχε ερωτευτεί μια ομορφότερη γυναίκα.
167:5.4 (1839.1) Οι Φαρισαίοι είχαν προχωρήσει ακόμα περισσότερο, διδάσκοντας ότι το εύκολο διαζύγιο για τόσο διαφορετικές αιτίες ήταν μια ειδική απονομή που είχε δωριθεί στον Ιουδαϊκό λαό, ιδιαίτερα στους Φαρισαίους. Και έτσι, ενώ ο Ιησούς αρνήθηκε να κάνει ανακοινώσεις που αφορούσαν το γάμο και το διαζύγιο, κατήγγειλε με πίκρα αυτό τον αισχρό εμπαιγμό της σχέσης του γάμου και επεσήμανε την αδικία τους προς τις γυναίκες και τα παιδιά. Δεν επεδοκίμασε ποτέ καμία πρακτική διαζυγίου που να έδινε κάποιο πλεονέκτημα στον άνδρα πάνω στη γυναίκα. Ο Κύριος ενεθάρρυνε μόνο εκείνες τις διδασκαλίες που παρείχαν στις γυναίκες ισότητα με τους άνδρες.
167:5.5 (1839.2) Αν και ο Ιησούς δεν προσέφερε καινούργιες εντολές για το πώς να διευθύνεται ο γάμος και το διαζύγιο, παρακίνησε όμως τους Ιουδαίους να ενεργούν σύμφωνα με τους δικούς τους νόμους και τις ανώτερες διδασκαλίες. Κατέφευγε σταθερά στις Γραφές στην προσπάθειά του να βελτιώσει τις πρακτικές τους με τις κοινωνικές συνθήκες. Αν και υποστήριζε τα ανώτερα και ιδεωδέστερα σχέδια για το γάμο, ο Ιησούς με επιδεξιότητα απέφυγε να συγκρουσθεί με τους ερωτώντες για τις κοινωνικές πρακτικές που παρουσίαζαν είτε οι γραπτοί νόμοι τους είτε τα πολύ αγαπητά τους προνόμια για το διαζύγιο.
167:5.6 (1839.3) Ήταν πολύ δύσκολο για τους αποστόλους να κατανοήσουν την απροθυμία του Κυρίου να κάνει κατηγορηματικές ανακοινώσεις σχετικές με επιστημονικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα. Δεν είχαν αντιληφθεί πλήρως ότι η γήινη αποστολή του ήταν αποκλειστικά εντοπισμένη στην αποκάλυψη των πνευματικών και θρησκευτικών αληθειών.
167:5.7 (1839.4) Μετά την ομιλία του Ιησού για το γάμο και το διαζύγιο, αργότερα εκείνο το βράδυ οι απόστολοι τού έκαναν ιδιαιτέρως πολλές ερωτήσεις, και οι απαντήσεις του σε αυτές τις απορίες απάλλαξαν τη σκέψη τους από πολλές παρανοήσεις. Συμπερασματικά είπε ο Ιησούς σε αυτή τη συγκέντρωση: «Ο γάμος είναι τιμημένος και επιθυμητός από όλους τους ανθρώπους. Το γεγονός ότι ο Γιος του Ανθρώπου ακολουθεί την αποστολή του στη γη μόνος, δεν είναι κατά κανένα τρόπο μια επίκριση για την επιθυμία του γάμου. Εκείνο για το οποίο πρέπει να εργαστώ είναι το θέλημα του Πατέρα μου, αλλά ο ίδιος αυτός Πατέρας είναι που δημιούργησε το αρσενικό και το θηλυκό, και είναι θεϊκό θέλημα οι άνδρες και οι γυναίκες να εκτελούν την ανώτερη υπηρεσία τους και να βρίσκουν τη χαρά που προέρχεται από τη δημιουργία των σπιτικών τους για την υποδοχή και ανατροφή των παιδιών, για την δημιουργία των οποίων, αυτοί οι γονείς γίνονται συνεταίροι με τους Δημιουργούς του ουρανού και της γης. Και για το λόγο αυτό ο άνδρας θα εγκαταλείπει τον πατέρα και τη μητέρα του και θα προσκολλάται στη γυναίκα του, και έτσι οι δυο θα γίνονται ένας».
167:5.8 (1839.5) Και με τον τρόπο αυτό ο Ιησούς απάλλαξε τη σκέψη των αποστόλων από πολλές ανησυχίες για το γάμο και ξεκαθάρισε πολλές παρεξηγήσεις σχετικά με το διαζύγιο. Συγχρόνως έκανε πολλά για να εξυψώσει τα ιδανικά τους για την κοινωνική ενότητα και να αυξήσει το σεβασμό τους για τις γυναίκες, τα παιδιά και το σπίτι.

  6. ΕΥΛΟΓΩΝΤΑΣ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ

167:6.1 (1839.6) Εκείνο το βράδυ το μήνυμα του Ιησού που αφορούσε το γάμο και την ευλογία των παιδιών διαδόθηκε σε όλη την Ιεριχώ, έτσι το άλλο πρωί, αρκετά πριν ετοιμαστούν ο Ιησούς και οι απόστολοι για να αναχωρήσουν, ακόμα και πριν το πρόγευμα, δεκάδες μητέρες ήρθαν εκεί που διέμενε ο Ιησούς, φέρνοντας τα παιδιά τους στην αγκαλιά τους ή κρατώντας τα από τα χέρια, με την επιθυμία να ευλογήσει τα μικρά αυτά. Όταν οι απόστολοι βγήκαν έξω και αντίκρισαν τη σύναξη των μητέρων με τα παιδιά τους, προσπάθησαν να τις απομακρύνουν, αλλά οι γυναίκες αρνήθηκαν να αναχωρήσουν αν ο Κύριος δεν έθετε τα χέρια του πάνω στα παιδιά για να τα ευλογήσει. Και όταν οι απόστολοι επέπληξαν δυνατά αυτές τις μητέρες, ο Ιησούς, ακούγοντας τη φασαρία, βγήκε έξω και με αγανάκτηση τους επιτίμησε, λέγοντας: «Αφήστε τα μικρά παιδιά να έρθουν σε μένα. Μην τα εμποδίζετε, γιατί σε τέτοιου είδους ανθρώπους ανήκει η βασιλεία των ουρανών. Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, εκείνος που δεν θα δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν μικρό παιδί με δυσκολία θα μπει σε αυτήν για να λάβει το πλήρες ανάστημα της πνευματικής ενηλικίωσης».
167:6.2 (1840.1) Και όταν ο Κύριος μίλησε στους αποστόλους του, δέχτηκε όλα τα παιδιά, θέτοντας τα χέρια του πάνω τους, ενώ μίλαγε με λόγια ενθαρρυντικά και ελπίδας προς τις μητέρες τους.
167:6.3 (1839.8) Ο Ιησούς συχνά έλεγε στους αποστόλους του για τις ουράνιες κατοικίες και δίδασκε ότι τα προχωρημένα παιδιά του Θεού πρέπει να μεγαλώνουν εκεί πνευματικά, όπως τα παιδιά μεγαλώνουν σωματικά σε αυτό τον κόσμο. Και συχνά το αγιασμένο φαίνεται να είναι το πιο απλοϊκό, καθώς την ημέρα αυτή τα παιδιά και οι μητέρες τους πολύ λίγο αντιλήφθηκαν ότι οι διάνοιες του Νέβαδον από ψηλά παρατηρούσαν τα παιδιά της Ιεριχούς να παίζουν με το Δημιουργό ενός σύμπαντος.
167:6.4 (1839.9) Η κοινωνική θέση των γυναικών στην Παλαιστίνη βελτιώθηκε πολύ από τη διδασκαλία του Ιησού, και το ίδιο θα συνέβαινε σε όλο τον κόσμο, αν οι οπαδοί του δεν είχαν απομακρυνθεί τόσο πολύ από αυτό που τους είχε διδάξει με επιμέλεια.
167:6.5 (1839.10) Ήταν στην Ιεριχώ επίσης, σε συνδυασμό με τη συζήτηση για την πρώτη θρησκευτική ανατροφή των παιδιών με τις συνήθειες της θείας λατρείας, που ο Ιησούς αποτύπωσε στους αποστόλους του τη μεγάλη αξία της ομορφιάς, σαν μια επιρροή που οδηγεί στη λατρεία, ειδικά για τα παιδιά. Ο Κύριος με θεωρία και παραδείγματα δίδαξε την αξία της λατρείας του Δημιουργού μέσα στο φυσικό περιβάλλον της δημιουργίας. Προτιμούσε να επικοινωνεί με τον ουράνιο Πατέρα ανάμεσα στα δέντρα και ανάμεσα στις μικρότερες υπάρξεις του φυσικού κόσμου. Χαιρόταν να διαλογίζεται για τον Πατέρα μέσα στο εμπνευσμένο θέαμα του έναστρου σύμπαντος των Γιων Δημιουργών.
167:6.6 (1839.11) Όταν δεν μπορούμε να λατρεύουμε το Θεό στο σκήνωμα της φύσης, οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν το παν και να παρέχουν οικήματα ωραιότητας, ιερά εκπληκτικής απλότητας και καλλιτεχνικής ομορφιάς, έτσι ώστε τα υψηλότερα ανθρώπινα συναισθήματα να μπορούν να αναδυθούν, και σε συνδυασμό με τη διανοητική προσέγγιση να επικοινωνήσουν πνευματικά με το Θεό. Η αλήθεια, η ομορφιά και η ιερότητα είναι ισχυρές και αποτελεσματικές βοήθειες για την αληθινή λατρεία. Όμως η πνευματική επικοινωνία δεν προάγεται από τα βαρύτιμα στολίδια και τα υπερβολικά καλλιτεχνήματα της περίπλοκης και επιδεικτικής τέχνης του ανθρώπου. Η ομορφιά είναι περισσότερο θρησκευτική όταν είναι πιο πολύ απλή και μοιάζει στη φύση. Πόσο άτυχα θα ήταν αυτά τα παιδιά αν η πρώτη είσοδός τους στη δημόσια λατρεία γινόταν μέσα σε κρύα και γυμνά δωμάτια, τόσο στερημένα από την ομορφιά και τόσο άδεια από κάθε ένδειξη καλής διάθεσης και εμπνευσμένης ιερότητας! Το παιδί πρέπει να μυείται στη λατρεία στο ύπαιθρο, μέσα στη φύση και αργότερα να συνοδεύει τους γονείς του στα δημόσια κτίρια των θρησκευτικών συγκεντρώσεων τα οποία είναι τουλάχιστον από υλικής άποψης ελκυστικά και καλλιτεχνικά όμορφα όπως και το σπίτι στο οποίο καθημερινά κατοικεί.

  7. Η ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ

167:7.1 (1840.6) Καθώς ταξίδευαν προς τους λόφους από την Ιεριχώ στη Βηθανία, ο Ναθαναήλ βάδιζε τον περισσότερο καιρό στο πλάι του Ιησού, και η συζήτηση για τα παιδιά σε σχέση με τη βασιλεία των ουρανών οδήγησε στη σκέψη της υπηρεσίας των αγγέλων. Ο Ναθαναήλ τελικά έκανε στον Κύριο αυτή την ερώτηση: «Δεδομένου ότι ο ανώτατος ιερέας είναι Σαδδουκαίος, και αφού οι Σαδδουκαίοι δεν πιστεύουν σε αγγέλους, τι θα πρέπει να διδάξουμε τον κόσμο σχετικά με τους ουράνιους υπηρέτες;». Τότε, μεταξύ άλλων, ο Ιησούς είπε:
167:7.2 (1841.1) «Τα αγγελικά πνεύματα είναι μια ξεχωριστή τάξη δημιουργημένων όντων. Είναι τελείως διαφορετικά από την υλική τάξη των θνητών πλασμάτων και λειτουργούν σαν ιδιαίτερη ομάδα συμπαντικής διανοίας. Οι Άγγελοι δεν είναι από εκείνη την ομάδα των δημιουργημάτων που καλούνται ‘οι Γιοι του Θεού’ στις Γραφές. Ούτε είναι τα τιμημένα πνεύματα των θνητών ανθρώπων που συνεχίζουν την πρόοδό τους στις ουράνιες κατοικίες. Οι Άγγελοι είναι ένα άμεσο δημιούργημα και δεν αναπαράγονται. Τα αγγελικά πνεύματα έχουν μόνο πνευματική συγγένεια με το ανθρώπινο γένος. Καθώς ο άνθρωπος προοδεύει στο ταξίδι του προς τον Πατέρα στον Παράδεισο, διέρχεται από ένα επίπεδο ύπαρξης από τη μια μεριά ανάλογο με το επίπεδο των αγγέλων αλλά ο θνητός άνθρωπος δεν γίνεται ποτέ άγγελος.
167:7.3 (1841.2) Οι άγγελοι δεν πεθαίνουν ποτέ, όπως ο άνθρωπος. Οι άγγελοι είναι αθάνατοι, εκτός και τύχει και ανακατευτούν με την αμαρτία όπως έκαναν μερικοί με την εξαπάτηση του Εωσφόρου. Οι άγγελοι είναι πνεύματα-υπηρέτες στον ουρανό, και δεν είναι ούτε τελείως σοφοί ούτε παντοδύναμοι. Όμως όλοι οι πιστοί άγγελοι είναι πραγματικά αγνοί και άγιοι.
167:7.4 (1841.3) Δεν θυμάστε που σας είπα κάποτε ότι, αν τα πνευματικά σας μάτια είχαν χρισθεί, θα βλέπατε τότε τους ουρανούς ανοιχτούς και θα παρατηρούσατε τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν; Είναι με τη φροντίδα των αγγέλων που ένας κόσμος μπορεί και έρχεται σε επαφή με άλλους κόσμους, διότι δεν σας είπα επανειλημμένα ότι έχω κι άλλα πρόβατα όχι από αυτό το κοπάδι; Και οι άγγελοι αυτοί δεν είναι οι κατάσκοποι του πνευματικού κόσμου που σας παρατηρούν και μετά πηγαίνουν και μαρτυρούν στον Πατέρα τις σκέψεις της καρδιάς σας και του αναφέρουν τα έργα της σάρκας σας. Ο Πατέρας δεν έχει ανάγκη από τέτοια υπηρεσία εφόσον το δικό του πνεύμα κατοικεί μέσα σας. Τα αγγελικά αυτά πνεύματα όμως εργάζονται για να κρατούν ενήμερο το ένα μέρος της ουράνιας δημιουργίας σχετικά με τα έργα άλλων απομακρυσμένων μερών του σύμπαντος. Και πολλοί από τους αγγέλους, ενώ εργάζονται στη διακυβέρνηση του Πατέρα και των συμπάντων των Γιων, είναι επιφορτισμένοι και με την εξυπηρέτηση της ανθρώπινης φυλής. Όταν σας δίδασκα ότι πολλά από αυτά τα σεραφείμ είναι πνεύματα εξυπηρέτησης, δεν σας μιλούσα μεταφορικά ούτε με ποιητική διάθεση. Και όλα αυτά είναι αλήθεια, ανεξάρτητα από τη δυσκολία που έχετε για την κατανόηση αυτών των θεμάτων.
167:7.5 (1841.4) Πολλοί άγγελοι είναι επιφορτισμένοι με το έργο να σώζουν ανθρώπους, γιατί μήπως δεν σας μίλησα για τη χαρά των σεραφείμ όταν μια ψυχή διαλέγει να εγκαταλείψει την αμαρτία και ξεκινά για την αναζήτηση του Θεού; Σας μίλησα ακόμα για τη χαρά ενώπιον των αγγέλων του ουρανού για έναν αμαρτωλό που μετανοεί, και ως εκ τούτου υποδεικνύεται η ύπαρξη άλλων ανώτερων τάξεων ουρανίων όντων που ενδιαφέρονται παρόμοια για την ευημερία και τη θεϊκή πρόοδο του θνητού ανθρώπου.
167:7.6 (1841.5) Επίσης οι άγγελοι αυτοί ασχολούνται πολύ και με τα μέσα δια των οποίων το ανθρώπινο πνεύμα ελευθερώνεται από τα δεσμά της σάρκας και η ψυχή του συνοδεύεται στις κατοικίες του ουρανού. Οι άγγελοι είναι οι ασφαλείς ουράνιοι οδηγοί της ψυχής του ανθρώπου κατά τη διάρκεια εκείνης της άγνωστης και απροσδιόριστης χρονικής περιόδου η οποία μεσολαβεί μεταξύ του σαρκικού θανάτου και της νέας ζωής στις κατοικίες του πνεύματος».
167:7.7 (1841.6) Θα μιλούσε και περισσότερο με τον Ναθαναήλ σχετικά με την υπηρεσία των αγγέλων, αλλά εμποδίστηκε από την προσέγγιση της Μάρθας, που είχε πληροφορηθεί ότι ο Κύριος πλησίαζε στη Βηθανία, από φίλους, που τον είχαν προσέξει να κατεβαίνει από το λόφο της ανατολής. Και τώρα είχε βιαστεί να τον προϋπαντήσει.



Back to Top